Anonymous

ὑπερβαλλόντως: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβαλλόντως:''' επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑπερβαλλόντως:''' επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβαλλόντως:''' сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb.
}}
}}