3,271,376
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοχμόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή [[περικεφαλαία]] με [[φούντα]] που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δοχμόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[λοφίο]] κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή [[περικεφαλαία]] με [[φούντα]] που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοχμόλοφος:''' с наклонившимся или качающимся султаном на шлеме ([[ἄνδρες]] Aesch.). | |||
}} | }} |