Anonymous

κιβδηλιάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_2)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιβδηλιάω''': [[κυρίως]] φαίνομαι ὡς κεκιβδηλευμένος [[χρυσός]]· μεταφορ., φαίνομαι [[κίτρινος]], [[πάσχω]] ἐξ ἰκτέρου, Ἀριστ. Προβλ. 1. 5.
|lstext='''κιβδηλιάω''': [[κυρίως]] φαίνομαι ὡς κεκιβδηλευμένος [[χρυσός]]· μεταφορ., φαίνομαι [[κίτρινος]], [[πάσχω]] ἐξ ἰκτέρου, Ἀριστ. Προβλ. 1. 5.
}}
{{elru
|elrutext='''κιβδηλιάω:''' быть бледно-желтым (как поддельное золото), иметь нездоровый цвет лица Arst.
}}
}}