Anonymous

πίτνω: Difference between revisions

From LSJ
200 bytes added ,  31 December 2018
3b
(6)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίτνω:''' = <i>πεττάννυμι</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">• [[πίτνω]]:</b> ποιητ. [[τύπος]] του [[πίπτω]], χρησιμοποιείται από Πίνδ. και Τραγ., όταν η παραλήγουσα χρειάζεται να είναι βραχεία· πρβλ. [[ἴσχω]], [[μίμνω]] αντί για [[ἔχω]], [[μένω]].
|lsmtext='''πίτνω:''' = <i>πεττάννυμι</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">• [[πίτνω]]:</b> ποιητ. [[τύπος]] του [[πίπτω]], χρησιμοποιείται από Πίνδ. και Τραγ., όταν η παραλήγουσα χρειάζεται να είναι βραχεία· πρβλ. [[ἴσχω]], [[μίμνω]] αντί για [[ἔχω]], [[μένω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πίτνω:''' <b class="num">I</b> (только impf.) Hes. = [[πετάννυμι]].<br /><b class="num">II</b> (только praes. и impf.) Pind., Trag. = [[πίπτω]].
}}
}}