πίτνω
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
poet. form of πίπτω, Pi.O.2.23, P.8.93; Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων Id.N.5.42, cf. I.2.26, A.Ch.1056, Ag.1128 (lyr.), E.Hec.23, al.: impf. ἔπιτνον, poet. πίτνον, B.16.6, S.OC1732 (lyr.), etc.: πιτνῶ is given as pres. by Gramm., as Hdn.Gr.2.290, and πιτνεῖς is found in codd. of E.Heracl.77; but cf. Sch.Il.16.827; forms with -ον- from -εο- are not found (προσπιτνοῦμεν, v.l. in S.OC1754, is unmetrical).
German (Pape)
[Seite 621] = πιτνέω, πίπτω (von πετω, wie γίγνομαι von γεν, πίλναμαι von πέλας), wird von einigen alten Gramm. als praes. verworfen, u. nur als aor. ἔπιτνον, πιτνεῖν zu πιτνέω anerkannt; andere aber, wie z. B. Schol. Il. 16, 827 nach Herodian., der τέμνων u. κάμνων vergleicht, ließen auch das praes. gelten, wofür sich unter den Neuern bes. Elmsl. ad Soph. O. C. 1732 u. Eur. Heracl. 77. 618 (vgl. Herm. zu Elmsl. Med. 53 p. 340 u. Ellendt lex. Soph.) entscheidet; ἔπιτνον scheint immer aor. zu sein, bei πιτνών schwankt der Accent fast überall; Pind. Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πιτνών, N. 5, 42, wie ἐν γούνασιν πιτνόντα Νίκας, I. 2, 26; Aesch. τὸ μὲν πιτνόν, ἄλλο δ' ἀείρει τρίχαλον, Spt. 759; πιτνόντος οἴκου, Ag. 1514; περὶ φόβῳ πιτνών, Ch. 36; Soph. ἐν ποίμναις πιτνών, Ai. 184. 293; ἄταφος ἔπιτνε, O. C. 1729; πίτνειν oder πιτνεῖν 1738; πιτνὼν πρὸς οὖδας, Eur. Suppl. 165; τῶν σῶν πάρος πιτνοῦσα γονάτων, Andr. 574; θριγκὸν δόμων πιτνόντα, I. T. 48; παίδων ἱκετῶν πιτνόντων, Med. 863. = πετάω, πετάννυμι, nur bei Hes. sc. 291, ἔπιτνον ἀλωῇ (στάχυας), sie breiteten auf der Tenne die Aehren hin, doch schwankt die Lesart u. Gaisf. hat ἔπιπλον ἀλωήν aufgenommen; vgl. Heine Il. 22, 402.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἔπιτνον;
c. πίπτω.
Russian (Dvoretsky)
πίτνω:
I (только impf.) Hes. = πετάννυμι.
II (только praes. и impf.) Pind., Trag. = πίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
πίτνω: πετάννυμι, μόνον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 291, ἔπιτνον ἀλωὴν (ἔνθα ἄλλοτε ἔπιπλον, ἴδε πίμπλημι), πρβλ. Heyne εἰς Ἰλ. Χ. 402.
English (Slater)
πίτνω (πᾰτνει, πίτνει; πίτνων, πίτνοντα: aor. (ἔ)πεσε(ν); πέσωμεν; πεσών, and for euphonic reasons, πετόντεσσιν, πετοῖσαν, πετοῖσαι: πίπτω occurs only in
1 ἐμπίπτων (I. 1.68): the codd. offer normally the form πιτνέω and derivatives, def. by van Leeuwen on (O. 2.23) )
a fall ἐν τεσσαράκοντα γὰρ μετόντεσσιν ἁνιόχοις (P. 5.50) met., πένθος δὲ πίτνει βαρὺ (Schr.: -εῖ codd.) (O. 2.23) ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί (Schr.: -εῖ codd.) (P. 8.93) φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν (sc. χαμαιπετής) (N. 4.41) ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα, πέσε δ ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (δοκέοντι coni. Fennel, Lobel) (N. 7.31)
b fall into, find oneself in c. ἐν + dat., ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν (P. 2.41) met., Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων (-ῶν v.l.) (N. 5.42) ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας (πίτνοντο v.l.: νικῶντα Σ paraphr.) (I. 2.26) ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) (I. 4.23) μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων (I. 8.6), cf. (N. 7.31), (O. 7.69)
c met., from lot taking, fall out, happen τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι (O. 7.69) πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν (O. 12.10) ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος i. e. the lot of the island has fallen with the Graces (P. 8.21)
d frag. ]πεσον Δ. 4. b. 10.
Greek Monolingual
(I)
Α
(δ.τ.) πίτνημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεματική μορφή του αθέματου ενεστ. πίτνημι].
(II)
Α
(ποιητ. τ.) πίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστ. πίτνω έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα πτ- της ρίζας pet- του πίπτω με φωνήεν στήριξης -ι- (πρβλ. κίρνημι, πίλναμαι)].
Greek Monotonic
πίτνω: = πεττάννυμι, σε Ησίοδ.
• πίτνω: ποιητ. τύπος του πίπτω, χρησιμοποιείται από Πίνδ. και Τραγ., όταν η παραλήγουσα χρειάζεται να είναι βραχεία· πρβλ. ἴσχω, μίμνω αντί για ἔχω, μένω.
Middle Liddell
= πετάννυμι, Hes.]