Anonymous

παράσημος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράσημος:''' -ον ([[σῆμα]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραποιημένος, λανθασμένα χτυπημένος, χαραγμένος, πλαστογραφημένος, λέγεται για [[νόμισμα]], σε Δημ.· μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, σε Αριστοφ.· ομοίως, [[παράσημος]] [[δόξα]], σε Ευρ.· [[παράσημος]] αἴνῳ, αυτός που του έχει αποδοθεί εσφαλμένα [[έπαινος]], δηλ. επαινούμενος από [[λάθος]] λόγο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λέξεις, εσφαλμένη, λανθασμένη, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> διακεκριμένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''παράσημος:''' -ον ([[σῆμα]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραποιημένος, λανθασμένα χτυπημένος, χαραγμένος, πλαστογραφημένος, λέγεται για [[νόμισμα]], σε Δημ.· μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, σε Αριστοφ.· ομοίως, [[παράσημος]] [[δόξα]], σε Ευρ.· [[παράσημος]] αἴνῳ, αυτός που του έχει αποδοθεί εσφαλμένα [[έπαινος]], δηλ. επαινούμενος από [[λάθος]] λόγο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λέξεις, εσφαλμένη, λανθασμένη, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> διακεκριμένος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παράσημος:''' <b class="num">1)</b> помеченный сбоку, снабженный отметкой: [[πλοῖον]] [[παράσημον]] Διοσκούροις NT корабль с изображением Диоскуров;<br /><b class="num">2)</b> особенный, необычный, редкий (ῥήματα Anth.): π. ἐπιτηδεύων τὴν Λακωνικὴν βραχυλογίαν Plut. особенно склонный к лаконизму;<br /><b class="num">3)</b> прославленный, славный, знаменитый ([[ὄνομα]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> снабженный неверным знаком, т. е. фальшивый, поддельный ([[νόμισμα]] Dem., Plut.);<br /><b class="num">5)</b> дурной, негодный ([[ῥήτωρ]] Dem.; [[δόξα]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> ложный, мнимый: π. αἴνῳ Aesch. ложно прославляемый.
}}
}}