Anonymous

τρυσάνωρ: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῡσάνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[τρύω]]), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.
|lsmtext='''τρῡσάνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[τρύω]]), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῡσάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj. [[τρύω]] мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.
}}
}}