τρυσάνωρ
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l'homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυσάνωρ -ορος [τρύω, ἀνήρ] van een uitgeputte man.
German (Pape)
[ῡ], ορος, Männer ermüdend, erschöpfend, belästigend; αὐδά, Soph. Phil. 209, wo es nicht pass. zu nehmen, die Stimme eines geplagten Mannes; Schol. ἡ τρύχουσα τοὺς ἄνδρας, ἡ καταπονοῦσα τὸν ἄνδρα.
Russian (Dvoretsky)
τρῡσάνωρ: ορος (ᾱ) adj. τρύω мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξάνωρ].
Greek Monotonic
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (τρύω), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.