Anonymous

κάρχαρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάρχᾰρος:''' -ον, [[κοφτερός]], [[αιχμηρός]], με κοφτερά δόντια, <i>κάρχαρον μειδήσας</i>, λέγεται για τον λύκο, σε Βάβρ.· μεταφ., [[οξύς]], [[δηκτικός]], λέγεται για τη [[γλώσσα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κάρχᾰρος:''' -ον, [[κοφτερός]], [[αιχμηρός]], με κοφτερά δόντια, <i>κάρχαρον μειδήσας</i>, λέγεται για τον λύκο, σε Βάβρ.· μεταφ., [[οξύς]], [[δηκτικός]], λέγεται για τη [[γλώσσα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάρχᾰρος:''' <b class="num">1)</b> острозубый, зубастый (ὄργανα Plut.): κάρχαρον [[δῆγμα]] Luc. укус, причиненный острыми зубами;<br /><b class="num">2)</b> перен. едкий, злой: κάρχαρον μειδᾶν Babr. злобно улыбаясь, оскалив зубы.
}}
}}