3,277,073
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄφθονος:''' -ον, αυτός που δεν έχει φθόνο·<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., [[ελεύθερος]] από φθόνο, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απλόχερος, [[γενναιόδωρος]], Λατ. [[benignus]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., μη [[φειδωλός]], γενναιόδωρα δοσμένος, [[άφθονος]], [[πλούσιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν</i>, ζω σε [[αφθονία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μη φθονούμενος, αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, [[ὄλβος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> ανώμ. συγκρ. <i>-έστερος</i>, υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· [[αλλά]] <i>-ώτερος</i>, <i>-ώτατος</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> είμαι σε [[αφθονία]], [[ἀφθονία]] ἔχειν τινός, έχω αρκετό από αυτό, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἄφθονος:''' -ον, αυτός που δεν έχει φθόνο·<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., [[ελεύθερος]] από φθόνο, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απλόχερος, [[γενναιόδωρος]], Λατ. [[benignus]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., μη [[φειδωλός]], γενναιόδωρα δοσμένος, [[άφθονος]], [[πλούσιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν</i>, ζω σε [[αφθονία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μη φθονούμενος, αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, [[ὄλβος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> ανώμ. συγκρ. <i>-έστερος</i>, υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· [[αλλά]] <i>-ώτερος</i>, <i>-ώτατος</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> είμαι σε [[αφθονία]], [[ἀφθονία]] ἔχειν τινός, έχω αρκετό από αυτό, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄφθονος:''' <b class="num">1)</b> свободный от зависти, независтливый (ἀστοί Pind.; [[τύραννος]] Her.; ἄ. τε καὶ [[πρᾶος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> щедрый ([[δαίμων]] HH; [[χείρ]] Pind., Eur.; λειμῶνες Plat.);<br /><b class="num">3)</b> обильный, богатый (πάντα HH; [[καρπός]] Hes.; [[βορά]] Pind.; [[χώρη]] Her.; [[τράπεζα]] Plut.): ἐν ἀφθόνοις Xen., Dem., Plut. в изобилии, в богатстве;<br /><b class="num">4)</b> не возбуждающий зависти или недоброжелательства ([[ὄλβος]] Aesch.). | |||
}} | }} |