Anonymous

ἄφθονος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφθονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει σε [[αφθονία]], υπερεπαρκής («άφθονο [[νερό]]», «άφθονα φρούτα»)<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[φειδώ]], [[πλουσιοπάροχος]] («με άφθονα χέρια», Κάλβος<br />«ἀφθόνῳ χερί», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φθόνος]] «[[ζηλοφθονία]], [[άρνηση]], αποποίηοη από φθόνο, [[δυσμένεια]] ή [[παράπονο]]». Η [[σημασία]] της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] «[[αφειδής]], [[πλουσιοπάροχος]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφθονος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει σε [[αφθονία]], υπερεπαρκής («άφθονο [[νερό]]», «άφθονα φρούτα»)<br /><b>2.</b> ο [[χωρίς]] [[φειδώ]], [[πλουσιοπάροχος]] («με άφθονα χέρια», Κάλβος<br />«ἀφθόνῳ χερί», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από φθόνο, μη φθονερος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φθόνος]] «[[ζηλοφθονία]], [[άρνηση]], αποποίηοη από φθόνο, [[δυσμένεια]] ή [[παράπονο]]». Η [[σημασία]] της λέξεως ξεκίνησε πιθ. ως «αυτός που δεν τον φθονούν, που δεν τον αρνούνται λόγω φθόνου», άρα «που δεν μειώνεται», απ' όπου κατέληξε στη [[σημασία]] «[[αφειδής]], [[πλουσιοπάροχος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄφθονος:''' -ον, αυτός που δεν έχει φθόνο·<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., [[ελεύθερος]] από φθόνο, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απλόχερος, [[γενναιόδωρος]], Λατ. [[benignus]], σε Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., μη [[φειδωλός]], γενναιόδωρα δοσμένος, [[άφθονος]], [[πλούσιος]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>ἐν ἀφθόνοις βιοτεύειν</i>, ζω σε [[αφθονία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μη φθονούμενος, αυτός που δεν προκαλεί φθόνο, [[ὄλβος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> ανώμ. συγκρ. <i>-έστερος</i>, υπερθ. <i>-έστατος</i>, σε Πλάτ.· [[αλλά]] <i>-ώτερος</i>, <i>-ώτατος</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b> είμαι σε [[αφθονία]], [[ἀφθονία]] ἔχειν τινός, έχω αρκετό από αυτό, σε Πλάτ.
}}
}}