3,270,813
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπᾰθής:''' -ές ([[πάθος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν υποφέρει ή δεν έχει υποφέρει, αυτός που δεν έχει [[πείρα]] ενός πράγματος, με γεν., σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι απαλλαγμένος από [[πάθη]] ή [[απρόσβλητος]] από αισθήματα, ο [[αναίσθητος]]· επίρρ., [[ἀπαθῶς]] ἔχειν, δεν έχω συναισθήματα, είμαι [[αναίσθητος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπᾰθής:''' -ές ([[πάθος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν υποφέρει ή δεν έχει υποφέρει, αυτός που δεν έχει [[πείρα]] ενός πράγματος, με γεν., σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι απαλλαγμένος από [[πάθη]] ή [[απρόσβλητος]] από αισθήματα, ο [[αναίσθητος]]· επίρρ., [[ἀπαθῶς]] ἔχειν, δεν έχω συναισθήματα, είμαι [[αναίσθητος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαθής:''' <b class="num">1)</b> нечувствительный, бесчувственный ([[ὥσπερ]] [[λίθος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> невосприимчивый, тж. невозмутимый, бесстрастный, равнодушный (πρὸς τὸν θάνατον Arst.; ὑπὸ τῶν παρόντων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> не испытавший, не изведавший ([[καλῶν]] μεγάλων Her.);<br /><b class="num">4)</b> не пострадавший, нетронутый, незадетый (κακῶν Her., Lys., Xen.; πάσης δυσχερείας Arst.; νόσων Dem.; ὑπὸ τοῦ [[πυρός]] Plut.); невредимый (οἶοι Aesch.; [[χώρα]] Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> недоступный (чему-л.), не подверженный: τὸ ὑπὸ χρημάτων ἀπαθές Plut. бескорыстие, отсутствие склонности к стяжательству; ἀ. τῷ πυρί Luc. не боящийся огня;<br /><b class="num">6)</b> не подверженный изменениям, неизменный (αἱ ἰδέαι Arst.; [[νοῦς]] Arst., Plut.);<br /><b class="num">7)</b> не вызывающий сострадания, не производящий впечатления (τὸ οὐ τραγικόν Arst.);<br /><b class="num">8)</b> грам. (о глаголе) непереходный. | |||
}} | }} |