ἀπαθής
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ἀπαθές,
A not suffering or not having suffered, c. gen., ἀ. ἔργων αἰσχρῶν Thgn.1177; κακῶν Hdt.1.32, 2.119, X.An.7.7.33, etc.; ἀεικείης Hdt.3.160; τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Pl.Phlb. 33e; νόσων D.60.33, etc.; but also, without experience of, πόνων Hdt.6.12; καλῶν μεγάλων Id.1.207: abs., A.Pers.862 (lyr.), Th.1.26; πρός τινος Pi.P.4.297; χάριν ἴσθι ἐὼν ἀ. be grateful for going unpunished, Hdt.9.79: generally, unaffected, τὸ οἰκεῖον ὑπὸ τοῦ οἰκείου ἐστὶν ἀ. Arist.Pr.872a11, cf. Thphr. Ign.42; πρός τι Plu.Alc.13, etc.: c. dat. modi, Luc.Nav. 44.
b Medic., of organs, unaffected, sound, μόρια Aret.SD1.7, cf. Gal.5.122; τὰ ἀπαθῆ τῶν ᾠῶν good eggs, Alex.Aphr. Pr.2.76.
II without passion or feeling, insensible, free from emotion, Arist.Top. 125b23, cf. Rh.1378a5, 1383a28, Stoic.3.109, al., Pers.Stoic.1.99; of the Cynics, Polystr.p.20 W.; unmoved by.., τινός Phld.Acad. Ind.p.51 M. Adv. ἀπαθῶς = insensitively, indifferently, ἔχειν Plu.Sol.20: Comp. ἀπαθέστερον Plot. 3.6.9: Sup. ἀπαθἐστατα Longin.41.1.
2 of things, not liable to change, impassive, Arist.Metaph.1019a31,al.; ἀ. αἱ ἰδέαι Id.Top.148a20, cf. Metaph.991b26; Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀ. φάσκων Id.Ph.256b25; ὁ δὲ νοῦς ἴσως θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν Id.de An.408b29, cf. 430a18; οὐσία ἀσώματος καὶ ἀ. Plu.2.765a; ἀ. ὑπὸ τῶν πολλῶν unaffected by the many, Dam.Pr.60.
3 Medic., unaffected by disease, healthy, περιταμὼν ἄχρι τῶν ἀπαθῶν Gal.5.122, cf. Antyll. ap. Orib.44.23.13.
III exciting no feeling, Arist.Po.1453b39; τὰ ἀπαθῆ unemotional topics, Id.Fr.134.
IV Gramm., not modified, of uncontracted verbs, Theodos.Can.p.36H.; of patronymics, Eust.13.17; in Metric, free from metrical licences, Ps.-Plu.Metr.p.472B.
V ἀπαθῆ, τὰ μὴ ὡς ἀληθῶς γεγονότα πάθη AntiphoSoph.5.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [compar. ἀπαθέστερος Plot.3.6.9, sup. ἀπαθέστατα Longin.41.1]
I de pers. y abstr.
1 que no experimenta o no ha experimentado c. gen. ἔργων αἰσχρῶν Thgn.1177, κακῶν Hdt.1.32, 2.119, Pl.Phdr.250c, X.An.7.7.33, Lys.2.27, ἀεικείης Hdt.3.160, καλῶν Hdt.1.207, πόνων Hdt.6.12, τῶν σεισμῶν τῶν τοῦ σώματος Pl.Phlb.33e, πάντων τῶν τοιούτων (ἡδονῆς καὶ λύπης) Pl.Phlb.21e, νόσων D.60.33, κακοῦ Ph.2.22.
2 a veces c. prep. y caso o c. dat.
a) de abstr. no afectado τὸ οἰκεῖον ὑπὸ τοῦ οἰκείου ἐστὶν ἀπαθές Arist.Pr.872a11, ὑπὸ θερμότητος Arist.Mete.380b10, ὑπὸ τοῦ ὁμοίου Thphr.Ign.42, ὑπ' ὀργῆς Plu.2.72b, ἀπαθὴς ὢν τῷ πυρί Luc.Nau.44, τὸ ἰσχυρότερον ἀπαθέστερον Arist.Pr.923a8
•no movido por τινός Phld.Acad.Ind.51;
b) de pers. que no ha sufrido daño, indemne de soldados, A.Pers.861, ξένοι Th.1.26, ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν Pi.P.4.297, σέσῳστα[ι] τὰ αἰχμάλωτα ... ἀπαθῆ IG 12(7).386.28 (Amorgos III a.C.)
•impune χάριν ἴσθι ἐὼν ἀ. Hdt.9.79;
c) en medic. sano τὰ ἀπαθῆ Gal.5.122, cf. Aret.SD 1.7.12, Antyll. en Orib.44.20.13, τὰ ἀπαθῆ τῶν ᾠῶν huevos frescos Alex.Aphr.Pr.2.76;
d) en gram. no modificado de los verb. no contractos, Theodos.Can.p.36.16, de los patronímicos, Eust.13.17;
e) en métr. que no tiene licencias Plu.Metr.472;
f) en fil. inalterable θεός S.E.P.1.225 (= Xenoph.A 35), τὸ ἄτομον Thphr.CP 6.7.2 (= Democr.A 132), ὁ νοῦς Arist.Ph.256b24 (= Anaxag.A 56), αἱ ἰδέαι Arist.Top.148a20, αἱ μονάδες Arist.Metaph.991b26, τῆς ἀσωμάτου καὶ ἀπαθοῦς οὐσίας Plu.2.765a, cf. Arist.de An.408b29, 430a18, Dam.Pr.60.
II de pers., abs. insensible, que no tiene pasiones, impasible en sent. meliorativo, Arist.Top.125b23, Rh.1383a28, EE 1221a22, Plb.1.58.5, Plu.Alc.13, como característica del sabio estoico, Pers.Stoic.449, Chrysipp.Stoic.3.10, 35, 2.109, Ph.1.200, cf. Polystr.21.8, τὸ ἀπαθές la insensibilidad Epicur.Fr.[46] 2
•en sent. peyor. apático, indiferente op. ἐπιθυμῶν Arist.Rh.1378a5, cf. POxy.526.3 (II d.C.)
•que no tiene sensibilidad, no receptivo ἀ. καὶ ἀναίσθητος (para la música), Plu.2.46b (var.)
•que no puede sufrir de Cristo, Ign.Eph.7.2.
III que no produce sentimientos de ningún tipo de una situación teatral, Arist.Po.1453b39
•τὰ ἀπαθῆ Arist.Fr.134.
IV ἀπαθῆ· τὰ μὴ ὡς ἀληθῶς γεγονότα πάθη Antipho Soph.B 5.
V adv. ἀπαθῶς = indiferentemente μὴ ἀπαθῶς μήδ' ἀναισθήτως ἔχειν πρὸς τὸ κοινόν Plu.Sol.20.
German (Pape)
[Seite 274] ές (πάθος), ohne Leiden, nichts leidend, πρὸς ἀστῶν Pind. P. 4, 297, ungekränkt von Bürgern; ὑπό τινος Plut.; absol., οἶκοι Aesch. Pers. 846; unversehrt, Her. 9, 97; Xen. Cyr. 7, 1, 32; χώρα Thue. 8, 25; gew. c. gen., κακῶν, nichts gelitten habend, Her. 1, 32. 5, 19, wie Lys. 2, 27; Plat. Phaedr. 250 c u. sonst; πόνων, nicht an Anstrengung gewöhnt, nicht gern ertragend, wie impatiens, Her. 6, 12; καλῶν, μεγάλων, 1, 207, unbekannt damit. Überh. frei von etwas, τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Plat. Phil. 33 e. Selten c. dat., ἀπ. τῷ πυρί Luc. nav. 44, unempfindlich gegen das Feuer. – Bei Stoikern bes. leidenschaftslos, gelassen; sonst im tadelnden Sinne, gefühllos, stumpfsinnig, Arist.; Plut. Rom. 7; πρός τι, unempfänglich für etwas, de audit. 9. – Bei den Gramm. sind ἀπαθῆ verba intransitiva. – Adv. ἀπαθῶς, z. B. ἔχειν Plut. Sol. 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui ne souffre pas, non atteint, intact ; sain et sauf;
2 qui n'éprouve pas ou n'a pas éprouvé : πόνων HDT qui ne connaît pas la fatigue ; καλῶν HDT qui ne connaît pas les commodités de la vie.
Étymologie: ἀ, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαθής:
1 нечувствительный, бесчувственный (ὥσπερ λίθος Arst.);
2 невосприимчивый, тж. невозмутимый, бесстрастный, равнодушный (πρὸς τὸν θάνατον Arst.; ὑπὸ τῶν παρόντων Plut.);
3 не испытавший, не изведавший (καλῶν μεγάλων Her.);
4 не пострадавший, нетронутый, незадетый (κακῶν Her., Lys., Xen.; πάσης δυσχερείας Arst.; νόσων Dem.; ὑπὸ τοῦ πυρός Plut.); невредимый (οἶοι Aesch.; χώρα Thuc.);
5 недоступный (чему-л.), не подверженный: τὸ ὑπὸ χρημάτων ἀπαθές Plut. бескорыстие, отсутствие склонности к стяжательству; ἀ. τῷ πυρί Luc. не боящийся огня;
6 не подверженный изменениям, неизменный (αἱ ἰδέαι Arst.; νοῦς Arst., Plut.);
7 не вызывающий сострадания, не производящий впечатления (τὸ οὐ τραγικόν Arst.);
8 грам. (о глаголе) непереходный.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰθής: -ες, ὁ ἄνευ πάθους ἢ αἰσθήσεως, ὁ μὴ πάσχων ἢ ὁ μὴ παθών: Ι. μ. γεν., ἀπ. ἔργων αἰσχρῶν Θέογν. 1177· κακῶν Ἡρόδ. 1. 32., 2. 119, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, κτλ.· ἀεικείης Ἡρόδ. 3. 160· τῶν σεισμῶν τῶν τοῦ σώματος Πλάτ. Φίλ. 33Ε, νόσων Δημ. 1399. 19, κτλ., ἀλλ’ ὡσαύτως ἄνευ πείρας τινός, πόνων Ἡρόδ. 6. 12· καλῶν μεγάλων ὁ αὐτ. 1. 207. 2) ἀπολ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 861, Θουκ. 1. 26· πρός τινος Πινδ. Π. 4. 529· χάριν ἴσθι ἐὼν ἀπαθής, νὰ ὁμολογῇς χάριν ὅτι δὲν ἐτιμωρήθης, Ἡρόδ. 9. 79: ἐν γένει: ὁ μὴ παθών, ὑπό τινος Ἀριστ. Προβλ. 3. 8, Θεοφρ. π. Πυρ. 42· πρός τι Πλουτ. Ἀλκιβ. 13, κτλ.· μετὰ δοτ., ἀπαθὴς ὤν τῷ πυρὶ Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 44 (3. 277). ΙΙ. ὁ ἄνευ πάθους ἢ αἰσθήματος, ἀναίσθητος, ἀπαθής, διάφ. τοῦ ἐγκρατής, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5. 2, πρβλ. Ρητ. 2. 1, 4., 2. 5, 18: - Ἐπιρρ., ἀπαθῶς ἔχειν Πλουτ. Σόλ. 20· ὑπερθ. -ἐστατα Λογγῖν. 41. 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς μεταβολήν, μὴ πάσχων μεταβολήν, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 10, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 19· Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀπαθῆ λέγει ὁ αὐτ. Φυσ. 8. 5, 10· ὁ δὲ νοῦς ἴσως θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 4, 15, πρβλ. 3. 5, 2: ἰδίως ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, οὐσία ἀσώματος καὶ ἀπαθὴς Πλούτ. 2. 765Α· πρβλ. ἀπάθεια 2. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ διεγείρων αἴσθημα, ὁ μὴ προξενῶν ἐντύπωσιν, Ἀριστ. Ποιητ. 14.16, τὰ ἀπαθῆ, τὰ μὴ προξενοῦντα ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 125· τὰ ἀπαθῆ, τὰ ἀμετάβατα ῥήματα, Γραμμ.
English (Slater)
ἀπᾰθής unharmed μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν (P. 4.297)
Greek Monolingual
(AM ἀπαθής, -οῦς, -ές) πάθος
ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος
αρχ.-μσν.
αβλαβής, υγιής
αρχ.
1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ.
«ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.)
2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», Ηρόδ.)
3. ατιμώρητος («χάριν ἴσθι ἐὼν ἀπαθής» — να χρωστάς χάρη που δεν τιμωρήθηκες, Ηρόδ.)
4. (για αφηρημένες έννοιες) εκείνος που δεν υπόκειται σε μεταβολή («ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι», Αριστοτ.
«οὐσία ἀσώματος καὶ ἀπαθής», Πλούταρχος)
5. αυτός που δεν διεγείρει πάθη, δεν προξενεί εντύπωση
6. (Γραμμ.) «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.
Greek Monotonic
ἀπᾰθής: -ές (πάθος),
I. αυτός που δεν υποφέρει ή δεν έχει υποφέρει, αυτός που δεν έχει πείρα ενός πράγματος, με γεν., σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Αττ.
II. αυτός που είναι απαλλαγμένος από πάθη ή απρόσβλητος από αισθήματα, ο αναίσθητος· επίρρ., ἀπαθῶς ἔχειν, δεν έχω συναισθήματα, είμαι αναίσθητος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πάθος
I. not suffering or having suffered, without experience of a thing, c. gen., Theogn., Hdt., Attic:—absol., Attic
II. without passion or feeling: — adv., ἀπαθῶς ἔχειν to be without feeling, Plut.
English (Woodhouse)
unharmed, uninjured, unaccustomed to, with impunity