Anonymous

περισσός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περισσός:''' Αττ. [[περιττός]], -ή, -όν ([[περί]])· Α. I. 1. ο πέρα από τον κανονικό αριθμό ή [[μέγεθος]], [[υπερβολικός]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] του συνηθισμένου τρόπου, [[έκτακτος]], [[ασυνήθης]], αξιοσημείωτος, [[έξοχος]], [[παράδοξος]], <i>εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης</i>, αν έχει κάποιο έξοχο [[δώρο]] σοφίας, σε Θέογν.· ομοίως, περισσὸς [[λόγος]], σε Σοφ.· οὐ γὰρ περισσὸν οὐδὲν οὐδ' [[ἔξω]] λόγου πέπονθας, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θαυμάσιος]], [[διαπρεπής]], αξιοπρόσεκτος, [[ιδίως]] λέγεται για τη [[μάθηση]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με γεν., περισσὸς ἄλλων [[πρός]] τι, [[ανώτερος]] από τους άλλους σε [[κάτι]], σε Σοφ.· <i>θύσειτοῦδε περισσότερα</i>, πράγματα μεγαλύτερα απ' αυτό, σε Ανθ.· <i>περιττότερος προφήτου</i>, μεγαλύτερος από προφήτη, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περισσότερος]] από [[επαρκής]], πλεονάζων, [[περιττός]], σε Ξεν.· <i>περιττὸν ἔχειν</i>, έχω [[πλεόνασμα]], στον ίδ.· με γεν., [[τῶν]] ἀρκούντων περιττά, περισσότερα από τα αναγκαία, στον ίδ.· [[συχνά]] με στρατιωτική [[σημασία]], <i>οἱ περισσοὶ ἱππεῖς</i>, το εφεδρικό ιππικό, στον ίδ.· <i>περισσαὶ σκηναί</i>, εφεδρικές σκηνές, στον ίδ.· <i>τὸ περισσόν</i>, τα περιττά, τα υπολείμματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]], σε Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> [[υπερβολικός]], [[υπέρμετρος]], <i>περισσὰ μηχανᾶσθαι</i>, [[πράττω]], κάνω περιττά πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>περισσὰ δρᾶν</i>, <i>πράσσειν</i>, είμαι [[πολυπράγμων]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εκκεντρικός]], εξαιρετικά [[περίεργος]], περισσὸς καὶ φρονῶν [[μέγα]], σε Ευρ.· περισσὸς ἐν τοῖς λόγοις [[Δημοσθένης]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> στην Αριθμητική, [[ἀριθμὸς]] [[περιττός]], [[περιττός]], [[ακανόνιστος]] [[αριθμός]], αντίθ. προς το [[ἄρτιος]], σε Πλάτ. κ.λπ. <b>Β.</b> επίρρ. [[περισσῶς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> εκτάκτως, υπερβολικά, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[περισσῶς]] παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι, τα έχω εκπαιδεύσει υπερβολικά [[πολύ]], σε Ευρ.· επίσης <i>περισσά</i>, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με ιδιαίτερο τρόπο, αξιοσημείωτα, περισσότερον [[τῶν]] ἄλλων θάψαι τινά, πολυτελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] με [[άρνηση]], οὐδὲν περισσότερον [[τῶν]] ἄλλων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ περισσά</i>, [[μάταια]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐκ περιττοῦ</i>, ως επίρρ., πλεοναστικά, ανώφελα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''περισσός:''' Αττ. [[περιττός]], -ή, -όν ([[περί]])· Α. I. 1. ο πέρα από τον κανονικό αριθμό ή [[μέγεθος]], [[υπερβολικός]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] του συνηθισμένου τρόπου, [[έκτακτος]], [[ασυνήθης]], αξιοσημείωτος, [[έξοχος]], [[παράδοξος]], <i>εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης</i>, αν έχει κάποιο έξοχο [[δώρο]] σοφίας, σε Θέογν.· ομοίως, περισσὸς [[λόγος]], σε Σοφ.· οὐ γὰρ περισσὸν οὐδὲν οὐδ' [[ἔξω]] λόγου πέπονθας, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θαυμάσιος]], [[διαπρεπής]], αξιοπρόσεκτος, [[ιδίως]] λέγεται για τη [[μάθηση]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με γεν., περισσὸς ἄλλων [[πρός]] τι, [[ανώτερος]] από τους άλλους σε [[κάτι]], σε Σοφ.· <i>θύσειτοῦδε περισσότερα</i>, πράγματα μεγαλύτερα απ' αυτό, σε Ανθ.· <i>περιττότερος προφήτου</i>, μεγαλύτερος από προφήτη, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περισσότερος]] από [[επαρκής]], πλεονάζων, [[περιττός]], σε Ξεν.· <i>περιττὸν ἔχειν</i>, έχω [[πλεόνασμα]], στον ίδ.· με γεν., [[τῶν]] ἀρκούντων περιττά, περισσότερα από τα αναγκαία, στον ίδ.· [[συχνά]] με στρατιωτική [[σημασία]], <i>οἱ περισσοὶ ἱππεῖς</i>, το εφεδρικό ιππικό, στον ίδ.· <i>περισσαὶ σκηναί</i>, εφεδρικές σκηνές, στον ίδ.· <i>τὸ περισσόν</i>, τα περιττά, τα υπολείμματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]], σε Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> [[υπερβολικός]], [[υπέρμετρος]], <i>περισσὰ μηχανᾶσθαι</i>, [[πράττω]], κάνω περιττά πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>περισσὰ δρᾶν</i>, <i>πράσσειν</i>, είμαι [[πολυπράγμων]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εκκεντρικός]], εξαιρετικά [[περίεργος]], περισσὸς καὶ φρονῶν [[μέγα]], σε Ευρ.· περισσὸς ἐν τοῖς λόγοις [[Δημοσθένης]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> στην Αριθμητική, [[ἀριθμὸς]] [[περιττός]], [[περιττός]], [[ακανόνιστος]] [[αριθμός]], αντίθ. προς το [[ἄρτιος]], σε Πλάτ. κ.λπ. <b>Β.</b> επίρρ. [[περισσῶς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> εκτάκτως, υπερβολικά, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[περισσῶς]] παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι, τα έχω εκπαιδεύσει υπερβολικά [[πολύ]], σε Ευρ.· επίσης <i>περισσά</i>, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με ιδιαίτερο τρόπο, αξιοσημείωτα, περισσότερον [[τῶν]] ἄλλων θάψαι τινά, πολυτελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] με [[άρνηση]], οὐδὲν περισσότερον [[τῶν]] ἄλλων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ περισσά</i>, [[μάταια]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐκ περιττοῦ</i>, ως επίρρ., πλεοναστικά, ανώφελα, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περισσός:''' атт. [[περιττός]] 3<br /><b class="num">1)</b> чрезвычайный, небывалый (δῶρα Hes.): περισσὰ μηχανᾶσθαι Her. творить странные дела; περισσὰ πράσσειν Soph. делать непосильное; ἐκ περισσοῦ NT чрезвычайно; [[μᾶλλον]] περισσότερον NT еще более;<br /><b class="num">2)</b> особенный, замечательный, необыкновенный ([[λόγος]] Soph.; [[ἄγρα]], [[πάθος]] Eur.): π. ὢν [[ἀνήρ]] Eur. будучи необыкновенным человеком; κάλλει προσώπου θαυμαστὸς καὶ π. Plut. замечательно красивый лицом;<br /><b class="num">3)</b> превосходящий, высший: π. τινος πρός τι Soph. превосходящий кого-л. в чем-л; λήψεσθαι περισσότερον [[χρῖμα]] NT получить более суровый приговор;<br /><b class="num">4)</b> имеющийся в избытке, чрезмерный (αἱ δαπάναι Xen.): περιττόν τι ἔχειν Xen. иметь что-л. в избытке; ἡ περιττὴ [[ἐπιμέλεια]] τοῦ σώματος Plat. чрезмерная забота о (своем) теле; τῶν ἀρκούντων περιττά Xen. больше, чем достаточно; οἱ περισσοὶ ἱππεῖς Xen. резерв конницы; τοῖς περιττοῖς χρήσασθαι Xen. использовать избыток людей;<br /><b class="num">5)</b> лишний, бесполезный, ненужный ([[πόνος]] Soph.): περισσὰ κηρύσσειν τινί Aesch. давать кому-л. бесполезные советы; περισσοὶ πάντες [[οὑν]] (= οἱ ἐν) μέσῳ λόγοι Eur. все примирительные слова бесполезны;<br /><b class="num">6)</b> неумеренный, преувеличенный (преувеличивающий) (λόγοι Plat.; [[πολυπράγμων]] καὶ π. Polyb.): π. ἐν ἅπασι Plut. ни в чем не знающий меры; περὶ τὸ [[σῶμα]] θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plut. слишком уж преданный уходу за своим телом; ὁ π. ἐν τοῖς λόγοις Aeschin. не в меру речистый;<br /><b class="num">7)</b> тонкий, проникновенный, проницательный (ἀκριβὴς καὶ περιττὴ [[διάνοια]] Arst.);<br /><b class="num">8)</b> нечетный ([[ἀριθμός]] Plat., Arst.). - см. тж. [[περισσά]] и [[περισσόν]].
}}
}}