3,274,159
edits
(32) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό και [[περιττός]], -ή, -ό / [[περισσός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και περσός, -ή, -ό Ν, και αττ. τ. [[περιττός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει το κανονικό [[μέτρο]], που περισσεύει, που πλεονάζει, [[περίσσιος]], [[παραπανήσιος]]<br /><b>2.</b> [[άφθονος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> (στη νεοελλ. μόνον ο τ. [[περιττός]]) αυτός που γίνεται [[πέρα]] από ό,τι [[πρέπει]] ή [[είναι]] [[ανάγκη]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]] (α. «έκανες περιττά έξοδα» β. «μόχθον περισσὸν κουφόνουν τ' εὐηθίαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιττός]] [[αριθμός]]» — [[φυσικός]] και κατ' [[επέκταση]] [[ακέραιος]] [[αριθμός]] που όταν διαιρείται διά του δύο αφήνει [[υπόλοιπο]] την [[μονάδα]], [[αριθμός]] που δεν [[είναι]] ακέραιο [[πολλαπλάσιο]] του δύο<br />β) «ως εκ περισσού» και «ἐκ περιττοῡ» ή «ἐκ περισσοῡ» — [[χωρίς]] να χρειάζεται, [[χωρίς]] να υπάρχει [[ανάγκη]], επί [[πλέον]], παραπανήσια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[μέγας]], [[τεράστιος]] («θυσίας ἀπαρχὰς γὰρ [[κρέας]] ἐπέμπομεν πατρί, περισσὸν ὦμον, ἔκκριτον [[γέρας]]», Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>2.</b> ο [[πέρα]] από το κανονικό και συνηθισμένο, [[ασυνήθιστος]], [[εξαιρετικός]], [[σπάνιος]] («καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῑτε;», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιφανής]], [[έξοχος]], [[αξιόλογος]], [[σπουδαίος]] («τοὺς περισσούς... τιμῶμεν ἄνδρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[ανώτερος]], μεγαλύτερος («πρὸς ὅ,τι σὺ τῶν [[ἔνδον]] εἶ περισσάς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σοφός]], [[συνετός]], πολύ [[προσεκτικός]] («ἦν δὲ καὶ τὴν [[ἄλλην]] περὶ τὸ [[σῶμα]] θεραπείαν ἀκριβὴς και περιττὸς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ρήτορα) [[μοναδικός]], [[εξαίρετος]] («ὁ γὰρ περιττὸς ἐν τοῑς λόγοις Δημοσθένης», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[λεπτός]], [[οξύς]], [[οξύνους]] («ἀκριβὴς καὶ περιττὴ [[διάνοια]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για ύφος) α) θαυμαστό, εκπληκτικό, εντυπωσιακό («τὸ μέν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῡ Σωκράτους λόγοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υπερβολικός]] («περισσὰ πράσσειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισσόν</i><br />α) το [[πλεονέκτημα]] («τὶ οὖν τὸ περισσὸν τοῡ Ἰουδαίου;», ΚΔ)<br />β) το [[υπόλοιπο]] («τὸ περισσὸν τῆς ἡμέρας», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) (και ο [[τύπος]] <i>περιττὸν</i>) [[είδος]] φυτού, το στρύχνο<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) επί [[πλέον]], [[προσέτι]] («καὶ περισσὸν ἐξ αὐτῶν, υἱέ μου, φύλαξαι τοῡ ποιῆσαι βιβλία [[πολλά]]», ΠΔ)<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>τὰ περισσά</i><br />ανώφελα, [[μάταια]] («[[ταυτά]] με νῡν τὰ περισσὰ φιλεῑς», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ περιττὸν καὶ τὸ ἄρτιον» — η [[φύση]] του περιττού και του αρτίου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «περισσαὶ χῶραι»<br /><b>(μετρ.)</b> οι περιττές θέσεις [[μέσα]] στον στίχο <b>(Ηφαιστ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέριξ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>tyo</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>έπι</i>-<i>σσα</i>, [[μέτα]]-<i>σσαι</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό και [[περιττός]], -ή, -ό / [[περισσός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και περσός, -ή, -ό Ν, και αττ. τ. [[περιττός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει το κανονικό [[μέτρο]], που περισσεύει, που πλεονάζει, [[περίσσιος]], [[παραπανήσιος]]<br /><b>2.</b> [[άφθονος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> (στη νεοελλ. μόνον ο τ. [[περιττός]]) αυτός που γίνεται [[πέρα]] από ό,τι [[πρέπει]] ή [[είναι]] [[ανάγκη]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]] (α. «έκανες περιττά έξοδα» β. «μόχθον περισσὸν κουφόνουν τ' εὐηθίαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιττός]] [[αριθμός]]» — [[φυσικός]] και κατ' [[επέκταση]] [[ακέραιος]] [[αριθμός]] που όταν διαιρείται διά του δύο αφήνει [[υπόλοιπο]] την [[μονάδα]], [[αριθμός]] που δεν [[είναι]] ακέραιο [[πολλαπλάσιο]] του δύο<br />β) «ως εκ περισσού» και «ἐκ περιττοῡ» ή «ἐκ περισσοῡ» — [[χωρίς]] να χρειάζεται, [[χωρίς]] να υπάρχει [[ανάγκη]], επί [[πλέον]], παραπανήσια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[μέγας]], [[τεράστιος]] («θυσίας ἀπαρχὰς γὰρ [[κρέας]] ἐπέμπομεν πατρί, περισσὸν ὦμον, ἔκκριτον [[γέρας]]», Τραγ. Αδέσπ.)<br /><b>2.</b> ο [[πέρα]] από το κανονικό και συνηθισμένο, [[ασυνήθιστος]], [[εξαιρετικός]], [[σπάνιος]] («καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῑτε;», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιφανής]], [[έξοχος]], [[αξιόλογος]], [[σπουδαίος]] («τοὺς περισσούς... τιμῶμεν ἄνδρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[ανώτερος]], μεγαλύτερος («πρὸς ὅ,τι σὺ τῶν [[ἔνδον]] εἶ περισσάς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σοφός]], [[συνετός]], πολύ [[προσεκτικός]] («ἦν δὲ καὶ τὴν [[ἄλλην]] περὶ τὸ [[σῶμα]] θεραπείαν ἀκριβὴς και περιττὸς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ρήτορα) [[μοναδικός]], [[εξαίρετος]] («ὁ γὰρ περιττὸς ἐν τοῑς λόγοις Δημοσθένης», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> [[λεπτός]], [[οξύς]], [[οξύνους]] («ἀκριβὴς καὶ περιττὴ [[διάνοια]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για ύφος) α) θαυμαστό, εκπληκτικό, εντυπωσιακό («τὸ μέν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῡ Σωκράτους λόγοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[υπερβολικός]] («περισσὰ πράσσειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισσόν</i><br />α) το [[πλεονέκτημα]] («τὶ οὖν τὸ περισσὸν τοῡ Ἰουδαίου;», ΚΔ)<br />β) το [[υπόλοιπο]] («τὸ περισσὸν τῆς ἡμέρας», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) (και ο [[τύπος]] <i>περιττὸν</i>) [[είδος]] φυτού, το στρύχνο<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) επί [[πλέον]], [[προσέτι]] («καὶ περισσὸν ἐξ αὐτῶν, υἱέ μου, φύλαξαι τοῡ ποιῆσαι βιβλία [[πολλά]]», ΠΔ)<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>τὰ περισσά</i><br />ανώφελα, [[μάταια]] («[[ταυτά]] με νῡν τὰ περισσὰ φιλεῑς», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ περιττὸν καὶ τὸ ἄρτιον» — η [[φύση]] του περιττού και του αρτίου (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «περισσαὶ χῶραι»<br /><b>(μετρ.)</b> οι περιττές θέσεις [[μέσα]] στον στίχο <b>(Ηφαιστ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέριξ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>tyo</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>έπι</i>-<i>σσα</i>, [[μέτα]]-<i>σσαι</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περισσός:''' Αττ. [[περιττός]], -ή, -όν ([[περί]])· Α. I. 1. ο πέρα από τον κανονικό αριθμό ή [[μέγεθος]], [[υπερβολικός]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] του συνηθισμένου τρόπου, [[έκτακτος]], [[ασυνήθης]], αξιοσημείωτος, [[έξοχος]], [[παράδοξος]], <i>εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης</i>, αν έχει κάποιο έξοχο [[δώρο]] σοφίας, σε Θέογν.· ομοίως, περισσὸς [[λόγος]], σε Σοφ.· οὐ γὰρ περισσὸν οὐδὲν οὐδ' [[ἔξω]] λόγου πέπονθας, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[θαυμάσιος]], [[διαπρεπής]], αξιοπρόσεκτος, [[ιδίως]] λέγεται για τη [[μάθηση]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με γεν., περισσὸς ἄλλων [[πρός]] τι, [[ανώτερος]] από τους άλλους σε [[κάτι]], σε Σοφ.· <i>θύσειτοῦδε περισσότερα</i>, πράγματα μεγαλύτερα απ' αυτό, σε Ανθ.· <i>περιττότερος προφήτου</i>, μεγαλύτερος από προφήτη, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περισσότερος]] από [[επαρκής]], πλεονάζων, [[περιττός]], σε Ξεν.· <i>περιττὸν ἔχειν</i>, έχω [[πλεόνασμα]], στον ίδ.· με γεν., [[τῶν]] ἀρκούντων περιττά, περισσότερα από τα αναγκαία, στον ίδ.· [[συχνά]] με στρατιωτική [[σημασία]], <i>οἱ περισσοὶ ἱππεῖς</i>, το εφεδρικό ιππικό, στον ίδ.· <i>περισσαὶ σκηναί</i>, εφεδρικές σκηνές, στον ίδ.· <i>τὸ περισσόν</i>, τα περιττά, τα υπολείμματα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]], σε Τραγ.<br /><b class="num">3.</b> [[υπερβολικός]], [[υπέρμετρος]], <i>περισσὰ μηχανᾶσθαι</i>, [[πράττω]], κάνω περιττά πράγματα, σε Ηρόδ.· <i>περισσὰ δρᾶν</i>, <i>πράσσειν</i>, είμαι [[πολυπράγμων]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[εκκεντρικός]], εξαιρετικά [[περίεργος]], περισσὸς καὶ φρονῶν [[μέγα]], σε Ευρ.· περισσὸς ἐν τοῖς λόγοις [[Δημοσθένης]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">III.</b> στην Αριθμητική, [[ἀριθμὸς]] [[περιττός]], [[περιττός]], [[ακανόνιστος]] [[αριθμός]], αντίθ. προς το [[ἄρτιος]], σε Πλάτ. κ.λπ. <b>Β.</b> επίρρ. [[περισσῶς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> εκτάκτως, υπερβολικά, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[περισσῶς]] παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι, τα έχω εκπαιδεύσει υπερβολικά [[πολύ]], σε Ευρ.· επίσης <i>περισσά</i>, σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με ιδιαίτερο τρόπο, αξιοσημείωτα, περισσότερον [[τῶν]] ἄλλων θάψαι τινά, πολυτελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] με [[άρνηση]], οὐδὲν περισσότερον [[τῶν]] ἄλλων, σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> <i>τὰ περισσά</i>, [[μάταια]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐκ περιττοῦ</i>, ως επίρρ., πλεοναστικά, ανώφελα, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |