Anonymous

ἀγκυλόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκῠλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἀγκύλος]]), [[κάμπτω]], [[κυρτώνω]], [[λυγίζω]]· <i>τὴν χεῖρα</i> — Παθ., <i>ὄνυχας ἠγκυλωμένος</i>, αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια, γαμψές οπλές, έτοιμες για [[μάχη]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀγκῠλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἀγκύλος]]), [[κάμπτω]], [[κυρτώνω]], [[λυγίζω]]· <i>τὴν χεῖρα</i> — Παθ., <i>ὄνυχας ἠγκυλωμένος</i>, αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια, γαμψές οπλές, έτοιμες για [[μάχη]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγκῠλόω:''' сгибать, загибать: ὄνυχας ἠγκυλωμένος Arph. с кривыми когтями.
}}
}}