ἀγκυλόω

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκυλόω Medium diacritics: ἀγκυλόω Low diacritics: αγκυλόω Capitals: ΑΓΚΥΛΟΩ
Transliteration A: ankylóō Transliteration B: ankyloō Transliteration C: agkyloo Beta Code: a)gkulo/w

English (LSJ)

crook, bend, τὴν χεῖρα, as in throwing the cottabus, Pl.Com.47:—Pass., ὄνυχας ἠγκυλωμένος with crooked claws, Ar.Av. 1180.

Spanish (DGE)

(ἀγκῠλόω) I act.
1 ahuecar τὴν χεῖρα en el juego del cótabo, Pl.Com.47, cf. Hsch.
2 sujetar, enganchar τὸ ἔσχατον μέρος τῆς σπάρτου ἀγκυλωθὲν περί τὸν τύλον Hero Aut.24.6
entrelazar vendajes, Gal.18(1).824.
3 medic. anquilosar οἱ ἀγκυλωθέντες δάκτυλοι Sor.127.20, cf. Orib.45.15.4.
II en v. med. ser ganchudo o en forma de garfio ὄνυχας ἠγκυλωμένος Ar.Au.1180.

German (Pape)

[Seite 15] krümmen, χεῖρα Athen. XV, 667 b; ὄνυχας ἠγκυλωμένος, mit krummen Klauen, Ar. Av. 1180.

French (Bailly abrégé)

ἀγκυλῶ :
1 courber, recourber;
2 nouer ou attacher au moyen de la boucle ἀγκύλη.
Étymologie: ἀγκύλος.

Greek Monotonic

ἀγκῠλόω: μέλ. -ώσω (ἀγκύλος), κάμπτω, κυρτώνω, λυγίζω· τὴν χεῖρα — Παθ., ὄνυχας ἠγκυλωμένος, αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια, γαμψές οπλές, έτοιμες για μάχη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκῠλόω: сгибать, загибать: ὄνυχας ἠγκυλωμένος Arph. с кривыми когтями.

Middle Liddell

ἀγκύλος
to crook, bend, τὴν χεῖρα: Pass., ὄνυχας ἠγκυλωμένος with crooked claws, Ar.