3,256,975
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπότροπος:''' -ον (ὑποτρέπω),<br /><b class="num">1.</b> επανερχόμενος, αυτός που επιστρέφει, επανακάμπτει, σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που συνέρχεται από το [[πλήγμα]] ενός κτυπήματος, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ὑπότροπος:''' -ον (ὑποτρέπω),<br /><b class="num">1.</b> επανερχόμενος, αυτός που επιστρέφει, επανακάμπτει, σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που συνέρχεται από το [[πλήγμα]] ενός κτυπήματος, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπότροπος:''' <b class="num">1)</b> возвращающийся или вернувшийся: ὑπότροπον ἵξεσθαι и [[ἱκέσθαι]] Hom. вернуться;<br /><b class="num">2)</b> пришедший в себя: πρὶν ὑπότροπον ἀμπνευθῆναι (v. l. ἀμπνυνθῆναι) Theocr. прежде, чем он, придя в себя, станет дышать. | |||
}} | }} |