Anonymous

κατασιωπάω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασῐωπάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τηρώ]] [[σιωπή]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., σωπάζω, [[ησυχάζω]], σε Ξεν. — Μέσ., [[προκαλώ]] [[ησυχία]], στον ίδ.
|lsmtext='''κατασῐωπάω:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τηρώ]] [[σιωπή]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., σωπάζω, [[ησυχάζω]], σε Ξεν. — Μέσ., [[προκαλώ]] [[ησυχία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασιωπάω:''' (fut. κατασιωπήσομαι и κατασιωπήσω)<br /><b class="num">1)</b> хранить молчание, молчать (περί τινος Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> умолкать (κατεσιώπησαν οἱ λοιποί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> умалчивать, обходить молчанием (τι Isocr., Luc.);<br /><b class="num">4)</b> преимущ. med. заставлять умолкнуть (τινα Xen.): [[κήρυξ]] κατασιωπησάμενος ἔλεξε Xen. глашатай, водворив молчание, сказал; κατασιωπήσασθαι τὸν θόρυβον Polyb. унять шум.
}}
}}