Anonymous

πορίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,286 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορίζω:''' ([[πόρος]]), μέλ. Αττ. <i>ποριῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπόρισα</i>, παρακ. <i>πεπόρικα</i> — Μέσ., μέλ. Αττ. <i>ποριοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπορισάμην</i>, Παθ. μέλ. <i>πορισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπορίσθην</i>, παρακ. <i>πεπόρισμαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπόριστο</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]], όπως το [[πορεύω]], [[μεταφέρω]]· [[προξενώ]], [[παρέχω]], [[εφοδιάζω]], [[προμηθεύω]], [[προκαλώ]], [[επιφέρω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· απόλ., Θεοῦ πορίζοντος [[καλῶς]], σε Ευρ.· [[συχνά]] με την [[έννοια]] της επινόησης ή της εφεύρεσης, στον ίδ. κ.λπ. — Μέσ., [[παρέχω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου, [[προμηθεύω]], [[προκαλώ]], Λατ. [[sibi]] comparare, σε Αριστοφ., Θουκ. — Παθ., [[προμηθεύομαι]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πορίζεταί τινι</i>, απρόσ., είναι στην [[εξουσία]] κάποιου να κάνει, με απαρ., σε Ξεν.
|lsmtext='''πορίζω:''' ([[πόρος]]), μέλ. Αττ. <i>ποριῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπόρισα</i>, παρακ. <i>πεπόρικα</i> — Μέσ., μέλ. Αττ. <i>ποριοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπορισάμην</i>, Παθ. μέλ. <i>πορισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπορίσθην</i>, παρακ. <i>πεπόρισμαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπόριστο</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]], όπως το [[πορεύω]], [[μεταφέρω]]· [[προξενώ]], [[παρέχω]], [[εφοδιάζω]], [[προμηθεύω]], [[προκαλώ]], [[επιφέρω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· απόλ., Θεοῦ πορίζοντος [[καλῶς]], σε Ευρ.· [[συχνά]] με την [[έννοια]] της επινόησης ή της εφεύρεσης, στον ίδ. κ.λπ. — Μέσ., [[παρέχω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου, [[προμηθεύω]], [[προκαλώ]], Λατ. [[sibi]] comparare, σε Αριστοφ., Θουκ. — Παθ., [[προμηθεύομαι]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πορίζεταί τινι</i>, απρόσ., είναι στην [[εξουσία]] κάποιου να κάνει, με απαρ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πορίζω:''' (fut. πορίσω и ποριῶ)<br /><b class="num">1)</b> приводить, привозить (τινὰ πρὸς μέλαθρά τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> доставлять, предоставлять, давать (πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἀγαθόν Arph.; τροφὴν, τοῖς στρατιώταις Isocr.; τοῖς μαθηταῖς ἀλήθειαν Plat.): [[θεῶν]] ποριζόντων [[καλῶς]] Eur. если боги (так) благосклонны; πορίζεσθαι τὰς ἡδονάς Plat. доставлять себе наслаждения; πορίζεσθαι τὴν δαπάνην Thuc. добывать себе денежные средства; πορίζεσθαι μάρτυρας Lys. доставать себе свидетелей; πορίζεσθαι τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Plat. дать ответ на вопрос; [[ἤδη]] τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Thuc. приготовления были уже закончены;<br /><b class="num">3)</b> придумывать, изобретать (μηχανήν τινα κακῶν Eur.; med. πρόφασιν τῆς ἁμαρτίας Lys.).
}}
}}