Anonymous

πορίζω: Difference between revisions

From LSJ
1,328 bytes added ,  31 December 2018
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πόρος]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον την [[ευκαιρία]] να αποκτήσει [[κάτι]], [[προσπορίζω]] (α. «η [[επιχείρηση]] μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>πορίζομαι</i><br />α) [[συνάγω]], [[αποκομίζω]], [[προμηθεύομαι]] («κῆπον τινὰ καλλιεργῶν καὶ οὕτω τὴν τροφὴν ποριζόμενος», Μηναί.)<br />β) [[εξοικονομώ]] τα απαραίτητα για να ζήσω («ἐκ δὲ τῶν ἀλλοτρίων πορίζεσθαι τὸν βίον εἰθισμένων», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[πρόξενος]], [[προκαλώ]] (α. «σοφίας δὲ τοῑς μαθηταῑς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τί [[πάσχω]] θεῶν ποριζόντων [[καλῶς]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μηχανεύομαι]] («ἐκ μείζονος διαβολῆς ἣν ἔμελλον [[ῥᾷον]] αὐτοῡ ἀπόντος ποριεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[δάνειο]]<br /><b>4.</b> [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[εξάγω]] [[πόρισμα]]<br /><b>6.</b> <b>σπαν.</b> [[μεταφέρω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> α) (σχετικά με λόγους ή επιχειρήματα) [[επινοώ]], [[βρίσκω]] («πορίζεσθαι αἰτίας χρηστὰς περὶ φαύλων πραγμάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[επιτυγχάνω]] την [[έκδοση]] εγγράφου<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) εξευρίσκομαι («ἤδη γὰρ καὶ τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο», <b>Θουκ.</b>)<br />β) παρέχομαι («ἀγύρται καὶ μάντεις... πείθουσιν ὡς ἔστι παρὰ σφίσι [[δύναμις]] ἐκ θεῶν ποριζομένη», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[παίρνω]] τη [[δύναμη]] από κάποιον («τὰς πίστεις μεῑζον δυναμένας τὰς ἐκ τοῡ βίου γεγενημένας ἢ τὰς ὑπὸ τοῡ λόγου πεπορισμένας», Ισοκρ.)<br />δ) [[γίνομαι]] [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]] για [[κάτι]] («αἱ δὲ πράξεις αὐτῶν... πρὸς τὰ ψύχη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> (ως απρόσ.) <i>πορίζεταί τινι</i><br />[[είναι]] στην [[εξουσία]] κάποιου.
|mltxt=ΝΜΑ [[πόρος]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον την [[ευκαιρία]] να αποκτήσει [[κάτι]], [[προσπορίζω]] (α. «η [[επιχείρηση]] μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>πορίζομαι</i><br />α) [[συνάγω]], [[αποκομίζω]], [[προμηθεύομαι]] («κῆπον τινὰ καλλιεργῶν καὶ οὕτω τὴν τροφὴν ποριζόμενος», Μηναί.)<br />β) [[εξοικονομώ]] τα απαραίτητα για να ζήσω («ἐκ δὲ τῶν ἀλλοτρίων πορίζεσθαι τὸν βίον εἰθισμένων», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[πρόξενος]], [[προκαλώ]] (α. «σοφίας δὲ τοῑς μαθηταῑς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τί [[πάσχω]] θεῶν ποριζόντων [[καλῶς]];», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μηχανεύομαι]] («ἐκ μείζονος διαβολῆς ἣν ἔμελλον [[ῥᾷον]] αὐτοῡ ἀπόντος ποριεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[δάνειο]]<br /><b>4.</b> [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[εξάγω]] [[πόρισμα]]<br /><b>6.</b> <b>σπαν.</b> [[μεταφέρω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> α) (σχετικά με λόγους ή επιχειρήματα) [[επινοώ]], [[βρίσκω]] («πορίζεσθαι αἰτίας χρηστὰς περὶ φαύλων πραγμάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[επιτυγχάνω]] την [[έκδοση]] εγγράφου<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) εξευρίσκομαι («ἤδη γὰρ καὶ τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο», <b>Θουκ.</b>)<br />β) παρέχομαι («ἀγύρται καὶ μάντεις... πείθουσιν ὡς ἔστι παρὰ σφίσι [[δύναμις]] ἐκ θεῶν ποριζομένη», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[παίρνω]] τη [[δύναμη]] από κάποιον («τὰς πίστεις μεῑζον δυναμένας τὰς ἐκ τοῡ βίου γεγενημένας ἢ τὰς ὑπὸ τοῡ λόγου πεπορισμένας», Ισοκρ.)<br />δ) [[γίνομαι]] [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]] για [[κάτι]] («αἱ δὲ πράξεις αὐτῶν... πρὸς τὰ ψύχη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> (ως απρόσ.) <i>πορίζεταί τινι</i><br />[[είναι]] στην [[εξουσία]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορίζω:''' ([[πόρος]]), μέλ. Αττ. <i>ποριῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπόρισα</i>, παρακ. <i>πεπόρικα</i> — Μέσ., μέλ. Αττ. <i>ποριοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπορισάμην</i>, Παθ. μέλ. <i>πορισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπορίσθην</i>, παρακ. <i>πεπόρισμαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπόριστο</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]], όπως το [[πορεύω]], [[μεταφέρω]]· [[προξενώ]], [[παρέχω]], [[εφοδιάζω]], [[προμηθεύω]], [[προκαλώ]], [[επιφέρω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· απόλ., Θεοῦ πορίζοντος [[καλῶς]], σε Ευρ.· [[συχνά]] με την [[έννοια]] της επινόησης ή της εφεύρεσης, στον ίδ. κ.λπ. — Μέσ., [[παρέχω]] [[κάτι]] στον εαυτό μου, [[προμηθεύω]], [[προκαλώ]], Λατ. [[sibi]] comparare, σε Αριστοφ., Θουκ. — Παθ., [[προμηθεύομαι]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πορίζεταί τινι</i>, απρόσ., είναι στην [[εξουσία]] κάποιου να κάνει, με απαρ., σε Ξεν.
}}
}}