Anonymous

μυθολογέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡθολογέω:''' ([[μυθολόγος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφηγούμαι]] μυθικές ιστορίες ή θρύλους, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αφηγούμαι]] [[κάτι]] σα να επρόκειτο για θρύλο ή μυθική [[ιστορία]], σε Πλάτ. — Παθ., οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ [[γενέσθαι]] [[φύσεις]], έτσι όπως θρυλείται ότι έχουν υπάρξει στον ίδ.· απρόσ., <i>μυθολογεῖται</i>, ο [[θρύλος]] αναφέρει, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[επινοώ]] [[αφήγηση]] σα να ήταν μυθική [[ιστορία]], <i>μυθολογῶ πολιτείαν</i>, [[πλάθω]] [[μία]] φανταστική πολιτειακή [[δομή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[αφηγούμαι]] ιστορίες, [[συνομιλώ]], Λατ. confabulari, στον ίδ.
|lsmtext='''μῡθολογέω:''' ([[μυθολόγος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφηγούμαι]] μυθικές ιστορίες ή θρύλους, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αφηγούμαι]] [[κάτι]] σα να επρόκειτο για θρύλο ή μυθική [[ιστορία]], σε Πλάτ. — Παθ., οἷαι μυθολογοῦνται παλαιαὶ [[γενέσθαι]] [[φύσεις]], έτσι όπως θρυλείται ότι έχουν υπάρξει στον ίδ.· απρόσ., <i>μυθολογεῖται</i>, ο [[θρύλος]] αναφέρει, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[επινοώ]] [[αφήγηση]] σα να ήταν μυθική [[ιστορία]], <i>μυθολογῶ πολιτείαν</i>, [[πλάθω]] [[μία]] φανταστική πολιτειακή [[δομή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[αφηγούμαι]] ιστορίες, [[συνομιλώ]], Λατ. confabulari, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡθολογέω:''' <b class="num">1)</b> (о преданиях и мифах) повествовать, излагать (γιγαντομαχίας Plat.; πολέμους Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> подробно передавать, обстоятельно рассказывать (περί τινος Plat.);<br /><b class="num">3)</b> сочинять, выдумывать (πολιτείαν λόγῳ Plat.): τὰ περὶ [[θεῶν]] μυθολογούμενα Diod. мифы о богах.
}}
}}