Anonymous

αὐξάνω: Difference between revisions

From LSJ
1,157 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐξάνω:''' και [[αὔξω]], (ποιητ. [[ἀέξω]]) μέλ. <i>αὐξήσω</i>, αόρ. αʹ [[ηὔξησα]], παρακ. <i>ηὔξηκα</i> — Παθ. παρακ. [[ηὔξημαι]], αόρ. αʹ [[ηὐξήθην]], μέλ. <i>αὐξηθήσομαι</i>, και στη Μέσ. <i>αὐξήσομαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω [[κάτι]] μεγάλο, [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]], σε Ηρόδ. κ.λπ. (Ο Όμηρ. μόνο χρησιμοποιεί [[ἀέξω]]).<br /><b class="num">2.</b> [[αυξάνω]] σε [[δύναμη]], [[δυναμώνω]], [[ενισχύω]], [[υψώνω]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[τιμώ]], [[δοξάζω]], [[εγκωμιάζω]], σε Τραγ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυξάνομαι, ενδυναμώνομαι, αναπτύσσομαι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· αὐξάνομαι ἐςπλῆθος ἐς [[ὕψος]], στον ίδ.· λέγεται για [[παιδί]], αναπτύσσομαι, [[μεγαλώνω]], στον ίδ.· <i>ηὐξανόμην</i>, [[γίνομαι]] μεγαλύτερος, σε Αριστοφ.· ομοίως με επίθ., αὐξάνεσθαι [[μέγας]], [[γίνομαι]] [[μεγάλος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''αὐξάνω:''' και [[αὔξω]], (ποιητ. [[ἀέξω]]) μέλ. <i>αὐξήσω</i>, αόρ. αʹ [[ηὔξησα]], παρακ. <i>ηὔξηκα</i> — Παθ. παρακ. [[ηὔξημαι]], αόρ. αʹ [[ηὐξήθην]], μέλ. <i>αὐξηθήσομαι</i>, και στη Μέσ. <i>αὐξήσομαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω [[κάτι]] μεγάλο, [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]], σε Ηρόδ. κ.λπ. (Ο Όμηρ. μόνο χρησιμοποιεί [[ἀέξω]]).<br /><b class="num">2.</b> [[αυξάνω]] σε [[δύναμη]], [[δυναμώνω]], [[ενισχύω]], [[υψώνω]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, [[τιμώ]], [[δοξάζω]], [[εγκωμιάζω]], σε Τραγ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυξάνομαι, ενδυναμώνομαι, αναπτύσσομαι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· αὐξάνομαι ἐςπλῆθος ἐς [[ὕψος]], στον ίδ.· λέγεται για [[παιδί]], αναπτύσσομαι, [[μεγαλώνω]], στον ίδ.· <i>ηὐξανόμην</i>, [[γίνομαι]] μεγαλύτερος, σε Αριστοφ.· ομοίως με επίθ., αὐξάνεσθαι [[μέγας]], [[γίνομαι]] [[μεγάλος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐξάνω:''' (fut. pass. αὐξήσομαι и αὐξηθήσομαι; aor. pass. [[ηὐξήθην]] и ηὐξήνθην)<br /><b class="num">1)</b> увеличивать, усиливать, приумножать, расширять (δενδρέων νομόν Pind.; ὕβριν Her.; πατρῷον ὄλβον Aesch.; τι εἰς [[ἄπειρον]] и ἐπὶ τὸ [[ἔσχατον]] Plat.); pass. увеличиваться, возрастать, расти ([[μένος]] ηὔξετο [[τοῖο]] ἄνακτος Hes.; ἡ [[χώρη]] αὐξανομένη Her.): ἀρχόμενος αὐξάνεσθαι Plut. начавший возвышаться, т. е. делающий политическую карьеру; [[ἐλλόγιμος]] ηὐξήθη Plat. он стал знаменитым;<br /><b class="num">2)</b> грам. получать приращение;<br /><b class="num">3)</b> увеличиваться, возрастать, расти Arst., Polyb. - v. l., Diod., Luc.;<br /><b class="num">4)</b> вырастать (ἐκ τῆς γῆς Arst.). - см. тж. [[αὔξω]].
}}
}}