Anonymous

ἐσχαρόφιν: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐσχᾰρόφῐν:''' Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. του [[ἐσχάρα]].
|lsmtext='''ἐσχᾰρόφῐν:''' Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. του [[ἐσχάρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσχᾰρόφιν:''' эп. gen. и dat. sing. к [[ἐσχάρα]].
}}
}}