ἐσχαρόφιν
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
Ep. gen. and dat. sg. of ἐσχάρα.
German (Pape)
[Seite 1045] ep gen. u. dat. von ἐσχάρα.
French (Bailly abrégé)
gén. et dat. épq. de ἐσχάρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐσχᾰρόφιν: эп. gen. и dat. sing. к ἐσχάρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰρόφῐν: Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. τοῦ ἑνικ. ἀριθμ. τοῦ ἐσχάρα.
Greek Monotonic
ἐσχᾰρόφῐν: Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. του ἐσχάρα.