συμβούλομαι: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβούλομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. -[[βεβούλημαι]], αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[θέλω]] ή [[επιθυμώ]] από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[συναινώ]], στον ίδ.
|lsmtext='''συμβούλομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. -[[βεβούλημαι]], αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[θέλω]] ή [[επιθυμώ]] από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[συναινώ]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβούλομαι:''' желать одного и того же, т. е. быть солидарным, соглашаться (τινι Eur., Plat.): συμβουλομένης τῆς γυναικὸς [[αὐτοῦ]] Plut. договорившись со своей женой.
}}
}}