συμβούλομαι

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβούλομαι Medium diacritics: συμβούλομαι Low diacritics: συμβούλομαι Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΟΜΑΙ
Transliteration A: symboúlomai Transliteration B: symboulomai Transliteration C: symvoylomai Beta Code: sumbou/lomai

English (LSJ)

will or wish together with, συμβούλου μοι θανεῖν E.Hec.373; ταῦτα X.HG6.5.34 (v.l.): c. inf., agree with in a wish, τινι Pl.Cra.414e, La.189a: abs., consent, Id.Lg.718b, Euthd.298b, SIG364.50 (Ephesus, iii B.C.); agree together, c. acc. et inf., D.15.22 (cj.).

German (Pape)

[Seite 980] dep. pass. (s. βούλομαι), zugleich wollen mit Einem, συμβούλου μοι θανεῖν, Eur. Hec. 373; Plat. Crat. 414 e Lach. 189 a Euthyd. 298 b; Plut. Pomp. 9.

French (Bailly abrégé)

vouloir ensemble ou avec : σ. τινὶ θανεῖν EUR vouloir mourir avec qqn.
Étymologie: σύν, βούλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-βούλομαι samen (met...) willen, mede willen; met dat.; met inf..; συμβούλου μοι θανεῖν wil samen met mij sterven Eur. Hec. 373; abs. accoord gaan, instemmen.

Russian (Dvoretsky)

συμβούλομαι: желать одного и того же, т. е. быть солидарным, соглашаться (τινι Eur., Plat.): συμβουλομένης τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Plut. договорившись со своей женой.

Greek Monolingual

Α
θέλω κι εγώ, επιθυμώ κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βούλομαι «επιθυμώ»].

Greek Monotonic

συμβούλομαι: μέλ. -ήσομαι, παρακ. -βεβούλημαι, αποθ.·
1. θέλω ή επιθυμώ από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Ευρ.
2. συμφωνώ με κάποιον, τινι, σε Πλάτ.· απόλ., συναινώ, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συμβούλομαι: ἀποθ., μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ παθ. πρκμ.: ― θέλω ἢ ἐπιθυμῶ ὁμοῦ μετά τινος, συμβούλου δέ μοι θανεῖν, πρὶν αἰσχρῶν μὴ κατ’ ἀξίαν τυχεῖν, «σὺν ἐμοὶ δὲ βούλου θανεῖν ἐμὲ προτοῦ τυχεῖν αἰσχρῶν παρ’ ἀξίαν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ἑκ. 373. 2) συμφωνῶ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 414Ε, Λάχ. 189Α. 3) ἀπολ., συγκατατίθεμαι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 718Β, ἐν Εὐθυδ. 298Β.

Middle Liddell

fut. ήσομαι perf. -βεβούλημαι
Dep.
1. to will or to wish with another, c. dat., Eur.
2. to agree with, τινι Plat.:—absol. to consent, Plat.