Anonymous

κρημνός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρημνός:''' ὁ ([[κρήμναμαι]]), ύψωμα που προεξέχει, όπως η απότομη όχθη ποταμού, [[άκρη]] τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]], γκρεμώδης [[βράχος]], [[απόκρημνος]] [[βράχος]], κατσάβραχο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· κατὰ [[τῶν]] κρημνῶν, [[κάτω]] από τους βράχους των Επιπολών, σε Θουκ.
|lsmtext='''κρημνός:''' ὁ ([[κρήμναμαι]]), ύψωμα που προεξέχει, όπως η απότομη όχθη ποταμού, [[άκρη]] τάφρου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]], γκρεμώδης [[βράχος]], [[απόκρημνος]] [[βράχος]], κατσάβραχο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· κατὰ [[τῶν]] κρημνῶν, [[κάτω]] από τους βράχους των Επιπολών, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρημνός:''' ὁ<b class="num">1)</b> гора, крутизна, круча, утес (κρημνοῦ ἀπαΐξας Hom.; κρημνοὶ καὶ ῥήγματα τῆς γῆς Arst.): ποταμοῖο ὑπὸ κρημνούς Hom. под крутыми берегами реки; κρημνοὶ ἐπηρεφέες Hom. высокие края (рва); κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι Thuc. прыгать с обрывов;<br /><b class="num">2)</b> гора (Μυσίων ἀπὸ κρημνῶν Soph.; ирон. κρημνοὶ λόγων Arph.).
}}
}}