Anonymous

συναλγέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναλγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> μοιράζομαι τις συμφορές κάποιου, [[συμπάσχω]], [[συμπονώ]], [[αισθάνομαι]] [[συμπάθεια]], συμπόνοια, σε Σοφ.· απόλ., <i>οἱ ξυναλγοῦντες</i>, σύντροφοι στον πόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., [[αισθάνομαι]], [[εκφράζω]] [[συμπάθεια]] σε [[κάτι]] ή για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''συναλγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> μοιράζομαι τις συμφορές κάποιου, [[συμπάσχω]], [[συμπονώ]], [[αισθάνομαι]] [[συμπάθεια]], συμπόνοια, σε Σοφ.· απόλ., <i>οἱ ξυναλγοῦντες</i>, σύντροφοι στον πόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., [[αισθάνομαι]], [[εκφράζω]] [[συμπάθεια]] σε [[κάτι]] ή για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συναλγέω:''' <b class="num">1)</b> вместе страдать, разделять страдания (τινι Arst. и [[μετά]] τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> сострадать, сочувствовать (κακοῖς τινος Eur.): τῇ ψυχῇ σ. Dem. сочувствовать душой, т. е. искренно скорбеть; ξ. τύχαις Aesch. или τύχας τινός Soph. разделять (чью-л.) скорбь.
}}
}}