συναλγέω

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλγέω Medium diacritics: συναλγέω Low diacritics: συναλγέω Capitals: ΣΥΝΑΛΓΕΩ
Transliteration A: synalgéō Transliteration B: synalgeō Transliteration C: synalgeo Beta Code: sunalge/w

English (LSJ)

A share in suffering, S.Aj.253 (lyr.): c. dat. pers., with a person, Arist.EN1166a7, etc.
2 abs., δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας reveal them to us who are partners in his sorrow, S.Aj. 283, cf. E.Alc.633, HF1202, Antipho 3.2.8, Pl.R. 462d; τῇ ψυχῇ in one's soul, D.18.287; τῇ διανοίᾳ Arist.Pr.887a16.
3 c. dat. rei, sympathize, show sympathy at or in, ταῖς σαῖς τύχαις A.Pr.290 (anap.); σοῖς κακοῖς E.Rh.807; τοῖς λυπηροῖς Arist.Rh.1381a5; τῇ δυστυχίᾳ αὐτῶν Gal.6.754.
II ache or be painful as well, ἔτι δὲ καὶ ψόαι καὶ ἰσχία σ. τισί Sor.2.31.

German (Pape)

[Seite 998] mit oder zugleich Schmerz haben, empfinden, mit leiden; ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσθι, συναλγῶ, Aesch. Prom. 288; Soph. Ai. 276; πεφόβημαι λιθόλευστον Ἄρη ξυναλγεῖν μετὰ τοῦδε τυπείς, 248; Eur. Alc. 636 und öfter; Antipho 3 β 8; πᾶσακοινωνία ἅμα ξυνήλγησε μέρους πονήσαντος ὅλη, Plat. Rep. V, 462 d. Auch = Mitleid haben, bezeigen, τινί, Plut. consol. ad Apoll. i. A.

French (Bailly abrégé)

συναλγῶ :
1 supporter une souffrance avec qqn;
2 compatir à, dat. ou acc..
Étymologie: σύν, ἀλγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αλγέω mee pijn lijden (met), meevoelen (met), met. dat.

Russian (Dvoretsky)

συναλγέω:
1 вместе страдать, разделять страдания (τινι Arst. и μετά τινος Soph.);
2 сострадать, сочувствовать (κακοῖς τινος Eur.): τῇ ψυχῇ σ. Dem. сочувствовать душой, т. е. искренно скорбеть; ξ. τύχαις Aesch. или τύχας τινός Soph. разделять (чью-л.) скорбь.

Greek Monotonic

συναλγέω: μέλ. -ήσω,
1. μοιράζομαι τις συμφορές κάποιου, συμπάσχω, συμπονώ, αισθάνομαι συμπάθεια, συμπόνοια, σε Σοφ.· απόλ., οἱ ξυναλγοῦντες, σύντροφοι στον πόνο, στον ίδ.
2. με δοτ. πράγμ., αισθάνομαι, εκφράζω συμπάθεια σε κάτι ή για κάτι, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συναλγέω: ἀλγῶ, πονῶ, λυποῦμαι μετά τινος, μετὰ τοῦδε Σοφ. Αἴ. 253· μετὰ δοτ. προσώπου, μετά τινος προσώπου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4. 1, κτλ. 2) ἀπολ., δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας, φανέρωσον εἰς ἡμᾶς τοὺς μετέχοντας τῆς θλίψεως αὐτοῦ, Σοφ. Αἴ 283· πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 633, Ἡρ. Μαιν. 1202, Ἀντιφῶντα 122. 4, Πλάτ. Πολ. 462D· τῇ ψυχῇ Δημ. 321, 19· τῇ διανοίᾳ Ἀριστ. Προβλ. 6. 7· ― ἀλλά, 3) μετὰ δοτ. πράγμ., συμπαθῶ, αἰσθάνομαι συμπάθειαν πρός τι ἢ διά τι πρᾶγμα, ταῖς σαῖς τύχαις Αἰσχύλ. Πρ. 288· σοῖς κακοῖς Εὐρ. Ρῆσ. 807· τοῖς λυπηροῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 3.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to share in suffering, sympathise, Soph.:—absol., οἱ ξυναλγοῦντες those who are partners in sorrow, Soph.
2. c. dat. rei, to sympathise, show sympathy at or in, Aesch., Eur.