Anonymous

πυνθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυνθάνομαι:''' εκτεταμ. από √<i>ΠΥΘ</i> (βλ. [[πεύθομαι]])· Επικ. παρατ. <i>πυνθανόμην</i>, μέλ. [[πεύσομαι]], Δωρ. <i>πευσοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπῠθόμην</i>, προστ. <i>πυθοῦ</i>, Ιων. [[πύθευ]]· Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. [[πεπύθοιτο]]· παρακ. [[πέπυσμαι]], βʹ ενικ. <i>πέπῠσαι</i>, Επικ. <i>πέπυσσαι</i>, απαρ. <i>πεπύσθαι</i>· υπερσ. <i>ἐπεπύσμην</i>, γʹ ενικ. [[ἐπέπυστο]], Επικ. [[πέπυστο]], γʹ δυϊκ. [[πεπύσθην]]· [[μαθαίνω]] εξ ακοής ή ρωτώντας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">1.</b> <i>πυνθ. τί τινος</i>, [[μαθαίνω]] [[κάτι]] από ένα [[πρόσωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τι ἀπό τινος, σε Αισχύλ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Σοφ.· [[παρά]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ. μόνο, [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., [[ακούω]], [[ακούω]] να γίνεται [[λόγος]] για [[κάτι]], [[ακούω]] [[νέα]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>π. τινά τινος</i>, ζητώ να μάθω από κάποιον για [[κάτι]], σε Αριστοφ.· ομοίως, π. [[περί]] τινος, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> με μτχ., <i>πυθόμην ὁρμαίνοντα ὁδόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός</i>, άκουσα ότι το Πλημμύριο είχε κυριευθεί, σε Θουκ.· ομοίως, [[οὔπω]] [[πυθέσθαι]] Πατρόκλοιο θανόντος, δεν είχαν [[ακόμα]] ακούσει για τον θάνατό του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> με απαρ., [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] ότι, σε Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''πυνθάνομαι:''' εκτεταμ. από √<i>ΠΥΘ</i> (βλ. [[πεύθομαι]])· Επικ. παρατ. <i>πυνθανόμην</i>, μέλ. [[πεύσομαι]], Δωρ. <i>πευσοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἐπῠθόμην</i>, προστ. <i>πυθοῦ</i>, Ιων. [[πύθευ]]· Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. [[πεπύθοιτο]]· παρακ. [[πέπυσμαι]], βʹ ενικ. <i>πέπῠσαι</i>, Επικ. <i>πέπυσσαι</i>, απαρ. <i>πεπύσθαι</i>· υπερσ. <i>ἐπεπύσμην</i>, γʹ ενικ. [[ἐπέπυστο]], Επικ. [[πέπυστο]], γʹ δυϊκ. [[πεπύσθην]]· [[μαθαίνω]] εξ ακοής ή ρωτώντας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">1.</b> <i>πυνθ. τί τινος</i>, [[μαθαίνω]] [[κάτι]] από ένα [[πρόσωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τι ἀπό τινος, σε Αισχύλ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Σοφ.· [[παρά]] τινος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ. μόνο, [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., [[ακούω]], [[ακούω]] να γίνεται [[λόγος]] για [[κάτι]], [[ακούω]] [[νέα]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>π. τινά τινος</i>, ζητώ να μάθω από κάποιον για [[κάτι]], σε Αριστοφ.· ομοίως, π. [[περί]] τινος, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">5.</b> με μτχ., <i>πυθόμην ὁρμαίνοντα ὁδόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός</i>, άκουσα ότι το Πλημμύριο είχε κυριευθεί, σε Θουκ.· ομοίως, [[οὔπω]] [[πυθέσθαι]] Πατρόκλοιο θανόντος, δεν είχαν [[ακόμα]] ακούσει για τον θάνατό του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">6.</b> με απαρ., [[ακούω]] ή [[μαθαίνω]] ότι, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''πυνθάνομαι:''' (= [[πεύθομαι]]) (fut. [[πεύσομαι]] - дор. πευσοῦμαι, aor. 2 [[ἐπυθόμην]] - эп. πυθόμην и πεπυθόμην, pf. [[πέπυσμαι]], ppf. ἐπεπύσμην - эп. πεπύσμην; adj. verb. [[πυστός]] и [[πευστέος]])<br /><b class="num">1)</b> расспрашивать, выведывать, осведомляться, (раз)узнавать (πᾶσαν ἀλήθειαν περί τινος Soph.; τι [[ἀπό]] τινος Soph. и [[παρά]] τινος Plat., Arst. etc.): π. τινος Xen. узнавать о ком(чем)-л. или у кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> получить сведения, (у)знать, услышать (ὡς ἐγὼ [[πυνθάνομαι]] Her., Thuc., Dem.): [[τοιαῦτα]], ὧν πεύσει [[τάχα]] Soph. то, о чем ты сейчас узнаешь; πυνθανόμενος [[ὑμᾶς]] εὖ πράττειν Xen. узнав, что у вас все обстоит благополучно; οὐ γάρ τί πω πάντα [[σαφῶς]] πεπύσμεθα Plat. мы-то ведь не обо всем точно осведомлены; [[ὄφρα]] [[πύθηαι]] (conjct.) πατρός Hom. чтобы ты получил сведения об отце; ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Thuc. когда (пелопоннесцы), узнали, что Пилос взят; οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου Soph. (ничего) ты от меня не узнаешь.
}}
}}