Anonymous

αὐτόθηκτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(7)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόθηκτος]], -ον (Α) [[θήγω]]<br />αυτός που έχει ακονιστεί από [[μόνος]] του, πολύ καλά ακονισμένος.
|mltxt=[[αὐτόθηκτος]], -ον (Α) [[θήγω]]<br />αυτός που έχει ακονιστεί από [[μόνος]] του, πολύ καλά ακονισμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόθηκτος:''' дор. [[αὐτόθακτος]] 2 сам по себе отточенный, т. е. не требующий точки ([[ξίφος]] Aesch.).
}}
}}