αὐτόθηκτος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
αὐτόθηκτον, self-sharpened, epithet of cold-forged iron, A.Fr.356.
Spanish (DGE)
-ον
naturalmente afilado o templado αὐτόθηκτον Εὐβοικὸν ξίφος ref. al metal templado en su estado natural A.Fr.356.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόθηκτος: дор. αὐτόθακτος 2 сам по себе отточенный, т. е. не требующий точки (ξίφος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόθηκτος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ τεθηκμένος, ἠκονημένος, λαβών αὐτόθηκον Εὐβοϊκὸν ξίφος, «κατασκευασθὲν ἐκ τῆς ἐν Εὐβοίᾳ χαλκίτιδος ἐξ ἧς ἐδημιουργεῖτο τὰ ψυχρήλατα τῶν ξιφῶν» (Πλούτ. 434Α) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 371.
Greek Monolingual
αὐτόθηκτος, -ον (Α) θήγω
αυτός που έχει ακονιστεί από μόνος του, πολύ καλά ακονισμένος.