Anonymous

δυσκλεής: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσκλεής:''' -ές ([[κλέος]]), ποιητ. αιτ. <i>δυσκλέᾰ</i> αντί <i>δυσκλεέα</i>, [[άσημος]], ντροπιασμένος, ατιμασμένος, [[άδοξος]], δυσφημισμένος, [[κακόφημος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ξεν.· επίρρ. <i>-εῶς</i>, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''δυσκλεής:''' -ές ([[κλέος]]), ποιητ. αιτ. <i>δυσκλέᾰ</i> αντί <i>δυσκλεέα</i>, [[άσημος]], ντροπιασμένος, ατιμασμένος, [[άδοξος]], δυσφημισμένος, [[κακόφημος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ξεν.· επίρρ. <i>-εῶς</i>, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκλεής:''' поэт. тж. [[δυσκλής]] 2<br /><b class="num">1)</b> лишенный славы (κελεύειν τινὰ δυσκλέα [[ἱκέσθαι]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> бесславный, позорный ([[μόρος]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> обесславленный, покрытый позором (sc. [[Οἰδίπους]] Soph.; [[ὄνομα]] Eur.; sc. [[ἄνδρες]] Xen.).
}}
}}