δυσκλεής
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
δυσκλεές, inglorious, Il.9.22 (poet. acc. δυσκλέᾰ for δυσκλεέα); infamous, shameful, of persons and things, δ. θέα A.Pr.243; δυσκλεεστάτῳ μόρῳ Id.Pers.444; πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ' ἄδικός εἰμι δυσκλεής E.Hel.270. cf.X.Cyr.3.3.53, LXX 3 Ma.3.23 (Sup.). Adv. δυσκλεῶς = ingloriously, without repute, without honor, without honour S.El. 1006, E.Hel.993 codd., Plu.2.169a.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): δυσκλεᾶς E.Hel.993; δυσκλής Simm.Securis 6
• Morfología: [sg. ac. δυσκλέᾰ Il.2.115, 9.22; plu. nom. δυσκλέες Man.3.148, neutr. δυσκλέα Man.2.181]
I 1de pers. o colect. desprovisto de gloria καί με κελεύει δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαι y me ordena volver a Argos desprovisto de gloria, Il.ll.cc., δ. τ' ἀπώλετο de Edipo, S.Ant.50, cf. Iambl.Fr.82
•mal afamado, infame οὐκ οὖσ' ἄδικος, εἰμὶ δ. E.Hel.270, γένος θυγατέρων δ. τ' ἀν' Ἑλλάδα E.Or.250, οἱ δυσκλεεῖς op. οἱ εὐκλεεῖς X.Cyr.3.3.53, cf. D.C.41.13.4, νᾶμα κόμιζε δ. Simm.l.c., αἰνόγαμοι καὶ δυσκλέες Man.3.148.
2 de abstr. y cosas deshonroso, que causa deshonra τὸ δ' ἔργον ᾔδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ sabía que el acto (e.e. el suicidio) y la enfermedad (e.e. el amor por Hipólito) eran deshonrosos E.Hipp.405, μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως ... ἡμᾶς καταστρέψαι τὰ πράγματα LXX 3Ma.3.23
•infame τεθνᾶσιν ... δυσκλεεστάτῳ πότμῳ A.Pers.444, Ζηνὶ δ. θέα A.Pr.241, ὄνομα δ. E.Hel.66, συνάπτων δυσκλέα λέκτρα Man.2.181.
II adv. δυσκλεῶς = deshonrosamente, δυσκλεῶς θανεῖν S.El.1006, cf. Plu.2.169a, δυσκλεῶς γὰρ οὐ κτενεῖς E.Hel.993 (cód.).
German (Pape)
[Seite 682] ές, übel berühmt; Hom. zweimal, Iliad. 2, 115. 9, 22 καί με κελεύει δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαι, ἐπεὶ πολὺν ὤλεσα λαόν, s. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 115 u. Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 115. 10, 281. Vgl ἀκλεής, ἀγακλεής, εὐκλεής. – Folgende: μόρος Aesch. Pers. 444; πατήρ Soph. Ant. 50; ὄνομα Eur. Hel. 66. Auch in Prosa, Xen. Oyr. 3, 3, 53. – Adv., δυσκλεῶς, Tragg. u. Plut.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans gloire, déshonoré.
Étymologie: δυσ-, κλέος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκλεής: поэт. тж. δυσκλής 2
1 лишенный славы (κελεύειν τινὰ δυσκλέα ἱκέσθαι Hom.);
2 бесславный, позорный (μόρος Aesch.);
3 обесславленный, покрытый позором (sc. Οἰδίπους Soph.; ὄνομα Eur.; sc. ἄνδρες Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκλεής: -ές, ἄδοξος, Ἰλ. Ι. 22 (κατὰ ποιητ. αἰτ. δυσκλέᾰ ἀντὶ δυσκλεέα)·- κακὴν φήμην ἔχων, δύσφημος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. θέα Αἰσχύλ. Πρ. 241· δυσκλεεστάτῳ μόρῳ ὁ αὐτ. Πέρσ. 444· πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ’ ἄδικος, εἰμὶ δυσκλεὴς Εὐρ. Ἑλ. 270· ὡσαύτως Ξεν. Κύρ. 3. 3, 53. - Ἐπίρρ. - εῶς, Σοφ. Ἠλ. 1006, Εὐρ., κτλ.
Greek Monolingual
δυσκλεής και δυσκλής, -ές (Α)
1. άδοξος
2. αυτός που έχει κακή φήμη, άτιμος («τεθνᾱσιν αἰσχρῶς δυσκλεεστάτῳ μόρῳ», Αισχ.).
Greek Monotonic
δυσκλεής: -ές (κλέος), ποιητ. αιτ. δυσκλέᾰ αντί δυσκλεέα, άσημος, ντροπιασμένος, ατιμασμένος, άδοξος, δυσφημισμένος, κακόφημος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ξεν.· επίρρ. -εῶς, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-κλεής, ές κλέος poet. acc. δυσκλέα for δυσκλεέα.]
infamous, shameful, Il., Aesch., Xen. adv. -εῶς, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
Translations
infamous
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd