Anonymous

κεραυνοβολέω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνοβολέω:'''<b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]], λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[κεραυνόβολος]], <i>-ον</i>, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.
|lsmtext='''κεραυνοβολέω:'''<b class="num">I.</b> [[εξακοντίζω]], λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[κεραυνόβολος]], <i>-ον</i>, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραυνοβολέω:''' поражать громом, метать молнии Plut., Anth.
}}
}}