κεραυνοβολέω

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβολέω Medium diacritics: κεραυνοβολέω Low diacritics: κεραυνοβολέω Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΕΩ
Transliteration A: keraunoboléō Transliteration B: keraunoboleō Transliteration C: keravnovoleo Beta Code: keraunobole/w

English (LSJ)

κεραυνοβολέω or κεραυνοβολῶ,
A hurl the thunderbolt, AP12.122 (Mel.), 140, Ps.Luc. Philopatr.4, Placit.3.3.3.
II trans., strike with a thunderbolt, οἰκίαν Eratosth.Cat.6.

German (Pape)

[Seite 1422] den Donnerkeil schleudern; Mel. 23 u. Philp. 2 (XII, 122. 140); Plut.

French (Bailly abrégé)

κεραυνοβολῶ :
lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] bliksemen.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβολέω: поражать громом, метать молнии Plut., Anth.

Greek Monotonic

κεραυνοβολέω:I. εξακοντίζω, λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.
II. προπαροξ., κεραυνόβολος, -ον, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβολέω: ἐξακοντίζω τὸν κεραυνόν, Ἀνθ. Π. 12. 122, Πλούτ. 2. 893Ε· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κ. ὄλεθρον Εὐστ. Πονημάτ. 87. 53. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ τοῦ κεραυνοῦ, τινα Ἀνθ. Π. 12. 140.

Middle Liddell

κεραυνοβολέω,
I. to hurl the thunderbolt, Anth.
II. trans. to strike therewith, Il. [from κεραυνοβόλος