Anonymous

κατακόπτω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κόβω]] και [[ρίχνω]] [[καταγής]], [[θερίζω]], [[κομματιάζω]], [[τεμαχίζω]], [[διαμελίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., μτχ. αορ. βʹ <i>κατακοπείς</i>, κομματιασμένος, διαμελισμένος, τεμαχισμένος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτώνω]], [[σφαγιάζω]], στον ίδ., σε Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[διαμελίζω]], [[συντρίβω]], [[πετσοκόβω]], [[κατακερματίζω]], σε Δημ. — Παθ., απαρ. αόρ. βʹ <i>κατακοπῆναι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> γενικά, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[καταστρέφω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[κόβω]] νομίσματα, σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''κατακόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κόβω]] και [[ρίχνω]] [[καταγής]], [[θερίζω]], [[κομματιάζω]], [[τεμαχίζω]], [[διαμελίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., μτχ. αορ. βʹ <i>κατακοπείς</i>, κομματιασμένος, διαμελισμένος, τεμαχισμένος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτώνω]], [[σφαγιάζω]], στον ίδ., σε Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[διαμελίζω]], [[συντρίβω]], [[πετσοκόβω]], [[κατακερματίζω]], σε Δημ. — Παθ., απαρ. αόρ. βʹ <i>κατακοπῆναι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> γενικά, [[σπάω]] σε κομμάτια, [[καταστρέφω]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[κόβω]] νομίσματα, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακόπτω:''' <b class="num">1)</b> разрубать на куски (χελώνην καὶ ὄρνα, παίδων ἕνα Her., [[κρέα]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> разбивать на куски ([[κέραμον]] Polyb.; ἀγάλματα Diod.);<br /><b class="num">3)</b> рвать на части (στεφάνους Dem.);<br /><b class="num">4)</b> бить, ударять (ἑαυτὸν λίθοις NT);<br /><b class="num">5)</b> зарезывать, убивать (κριόν, τῶν προβάτων [[πολλά]], τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης Her.);<br /><b class="num">6)</b> наносить поражение, разбивать (τὴν μόραν Dem.): κατακεκόψεσθαι Xen. потерпеть поражение;<br /><b class="num">7)</b> точить, разъедать (ἔρια ὑπὸ τῶν [[σέων]] κατακοπτόμενα Arph.);<br /><b class="num">8)</b> перен. подтачивать, надламывать (τὴν [[ἀρχήν]], τὸ τῆς ψυχῆς [[γαῦρον]] Plut.);<br /><b class="num">9)</b> (тж. κ. εἰς [[νόμισμα]] Diod.) перечеканивать в монету ([[χρυσίον]] Her.; τὸν [[θρόνον]] [[ὄντα]] χρυσοῦν Xen.; τὰς χρυσᾶς πλίνθους Diod.).
}}
}}