Anonymous

εὔπλαστος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπλαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[κερί]] ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[καλλίσωμος]], καλοφτιαγμένος, [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει [[ευστροφία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>1.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει [[μορφή]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που τίθεται σε καλή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπλαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[κερί]] ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[καλλίσωμος]], καλοφτιαγμένος, [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει [[ευστροφία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>1.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει [[μορφή]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που τίθεται σε καλή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπλαστος:''' <b class="num">1)</b> весьма гибкий, очень податливый ([[κηρός]], перен. [[ἦθος]] Plat.; [[νεότης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).
}}
}}