Anonymous

εὔπλαστος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à façonner;<br /><i>Cp.</i> εὐπλαστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλαστός]].
|btext=ος, ον :<br />facile à façonner;<br /><i>Cp.</i> εὐπλαστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλαστός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπλαστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για [[κερί]] ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[καλλίσωμος]], καλοφτιαγμένος, [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει [[ευστροφία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>1.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει [[μορφή]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> αυτός που τίθεται σε καλή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]])].
}}
}}