Anonymous

ὑπονύσσω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπονύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρυπώ]] ή [[τσιμπώ]], κεντώ από [[κάτω]]· γενικά, [[κεντρίζω]], [[τσιμπώ]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὑπονύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρυπώ]] ή [[τσιμπώ]], κεντώ από [[κάτω]]· γενικά, [[κεντρίζω]], [[τσιμπώ]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπονύσσω:''' колоть, жалить ([[ἄκρα]] [[δάκτυλα]] Theocr.).
}}
}}