ὑπονύσσω

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονύσσω Medium diacritics: ὑπονύσσω Low diacritics: υπονύσσω Capitals: ΥΠΟΝΥΣΣΩ
Transliteration A: hyponýssō Transliteration B: hyponyssō Transliteration C: yponysso Beta Code: u(ponu/ssw

English (LSJ)

prick or sting underneath: generally, sting, Theoc.19.3; prick, Ael.NA2.50; prod, goad, ταῦρον Hld.10.28; τοὺς ὑποχειρίους LXX Is.58.3:—Pass., ὑπονύσσεται· καταπονεῖται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] unten oder ein wenig stechen, spornen, übertr., – reizen, beunruhigen, Theocr. 19, 3; Hesych. erkl. ὑπονύσσεται, καταπονεῖται.

French (Bailly abrégé)

piquer légèrement.
Étymologie: ὑπό, νύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπονύσσω: колоть, жалить (ἄκρα δάκτυλα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονύσσω: μέλλ. -ξω, κεντῶ κάτωθεν· καθόλου, κεντῶ, πλήττω, Θεόκρ. 19. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπονύσσεται· καταπονεῖται» (δηλ. ὁ ἵππος) Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτωἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ' ὑπένυξεν», Θεόκρ.)
2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω
3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω
4. (το μέσ. στο γ' πρόσ.) ὑπονύσσεται
(κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῖται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νύσσω «κεντώ, τσιμπώ»].

Greek Monotonic

ὑπονύσσω: μέλ. -ξω, τρυπώ ή τσιμπώ, κεντώ από κάτω· γενικά, κεντρίζω, τσιμπώ, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

fut. ξω
to prick or sting underneath: generally, to sting, Theocr.