Anonymous

παρατρίβω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρατρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρίβω]] [[κάτι]] δίπλα ή μαζί με [[κάτι]] [[άλλο]], [[παρατρίβω]] χρυσὸν ἀκήρατον ἄλλῳ χρυσῷ (ενν. <i>εἰς βάσανον</i>), [[τρίβω]] καθαρό χρυσό μαζί με [[άλλο]] χρυσό στη λίθο της Λυδίας για να δω τα σημάδια που αφήνουν και τη [[διαφορά]] τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> παρατρίψασθαι τὸ [[μέτωπον]], Λατ. frontem perfricare, [[σκληραίνω]] το [[μέτωπο]] από το [[τρίψιμο]], δηλ. σκληραίνομαι, [[γίνομαι]] [[αναίσθητος]], σε Στράβ.
|lsmtext='''παρατρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρίβω]] [[κάτι]] δίπλα ή μαζί με [[κάτι]] [[άλλο]], [[παρατρίβω]] χρυσὸν ἀκήρατον ἄλλῳ χρυσῷ (ενν. <i>εἰς βάσανον</i>), [[τρίβω]] καθαρό χρυσό μαζί με [[άλλο]] χρυσό στη λίθο της Λυδίας για να δω τα σημάδια που αφήνουν και τη [[διαφορά]] τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> παρατρίψασθαι τὸ [[μέτωπον]], Λατ. frontem perfricare, [[σκληραίνω]] το [[μέτωπο]] από το [[τρίψιμο]], δηλ. σκληραίνομαι, [[γίνομαι]] [[αναίσθητος]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρατρίβω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> тереть подле: π. χρυσὸν ἄλλῳ χρυσῷ Her. тереть (о пробный камень) один кусок золота рядом с другим (для определения лучшего из них);<br /><b class="num">2)</b> натирать (τοὺς ὀδόντας τινί Diod.);<br /><b class="num">3)</b> med. вступать во враждебные отношения, ссориться (τινι или πρός τινα Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> уничтожать, кончать (τὸν βίον βρόχῳ Plut.).
}}
}}