Anonymous

παρατρίβω: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]] [[κάτι]] υπερβολικά, [[τρίβω]] [[πάρα]] πολύ, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]] με υπερβολικό [[τρίψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρατρίβομαι</i><br />φθείρομαι από την υπερβολική [[τριβή]], από το πολύ [[τρίψιμο]] («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[παρατρίβω]] [ή παρατρίβομαι] το [[μέτωπον]]» — [[σκληραίνω]] το [[μέτωπο]], δηλ. [[αποβάλλω]] [[κάθε]] [[ίχνος]] ντροπής, [[γίνομαι]] αναίσχυντος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστρίβω]] [[κάτι]] [[κοντά]] ή [[δίπλα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («πέτραις τὸ [[κέρας]] παρατρίβων», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[τρίβω]] [[ελαφρά]], λίγο ή [[προς]] τα [[πλάγια]] («παρατρίβειν τοὺς ὀφθαλμούς», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> τρίβομαι [[κοντά]], [[δίπλα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἐς βάσανον ἐλθὼν παρατρίβομαι [[ὥστε]] μολύβδῳ [[χρυσός]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παρατρίβομαι [[πρός]] τινα»<br /><b>μτφ.</b> [[έρχομαι]] σε προστριβές, σε [[φιλονικία]] με κάποιον, [[συγκρούομαι]] με κάποιον («ἐζηλοτύπει καὶ παρετρίβετο πρὸς τὸν Τληπόλεμον», Πολύβ.)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[τελείως]] εξαντλημένος («παρατρίβεσθαι τῇ ἀναβάσει», πάπ.).
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]] [[κάτι]] υπερβολικά, [[τρίβω]] [[πάρα]] πολύ, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]] με υπερβολικό [[τρίψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρατρίβομαι</i><br />φθείρομαι από την υπερβολική [[τριβή]], από το πολύ [[τρίψιμο]] («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[παρατρίβω]] [ή παρατρίβομαι] το [[μέτωπον]]» — [[σκληραίνω]] το [[μέτωπο]], δηλ. [[αποβάλλω]] [[κάθε]] [[ίχνος]] ντροπής, [[γίνομαι]] αναίσχυντος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστρίβω]] [[κάτι]] [[κοντά]] ή [[δίπλα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («πέτραις τὸ [[κέρας]] παρατρίβων», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[τρίβω]] [[ελαφρά]], λίγο ή [[προς]] τα [[πλάγια]] («παρατρίβειν τοὺς ὀφθαλμούς», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> τρίβομαι [[κοντά]], [[δίπλα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἐς βάσανον ἐλθὼν παρατρίβομαι [[ὥστε]] μολύβδῳ [[χρυσός]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παρατρίβομαι [[πρός]] τινα»<br /><b>μτφ.</b> [[έρχομαι]] σε προστριβές, σε [[φιλονικία]] με κάποιον, [[συγκρούομαι]] με κάποιον («ἐζηλοτύπει καὶ παρετρίβετο πρὸς τὸν Τληπόλεμον», Πολύβ.)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[τελείως]] εξαντλημένος («παρατρίβεσθαι τῇ ἀναβάσει», πάπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατρίβω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τρίβω]] [[κάτι]] δίπλα ή μαζί με [[κάτι]] [[άλλο]], [[παρατρίβω]] χρυσὸν ἀκήρατον ἄλλῳ χρυσῷ (ενν. <i>εἰς βάσανον</i>), [[τρίβω]] καθαρό χρυσό μαζί με [[άλλο]] χρυσό στη λίθο της Λυδίας για να δω τα σημάδια που αφήνουν και τη [[διαφορά]] τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> παρατρίψασθαι τὸ [[μέτωπον]], Λατ. frontem perfricare, [[σκληραίνω]] το [[μέτωπο]] από το [[τρίψιμο]], δηλ. σκληραίνομαι, [[γίνομαι]] [[αναίσθητος]], σε Στράβ.
}}
}}