Anonymous

κατέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατέρχομαι:''' μέλ. -[[κατελεύσομαι]] (άλλα στη [[λόγια]] Αττ. [[κάτειμι]])· αόρ. βʹ <i>κατήλῠθον</i>, [[κατῆλθον]], απαρ. [[κατελθεῖν]]· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατεβαίνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κατεβαίνω]] στον τάφο, κ. [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], <i>Ἀϊδόσδε</i>, στο ίδ.· επίσης από το εσωτερικό προς τα παράλια, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>κατερχομένης ὑπὸ πέτρης</i>, από τον κατηφορικό βράχο, στο ίδ.· λέγεται για [[ποτάμι]], κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, κατεβαίνει πλημμυρισμένος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιστρέφω]], [[επανέρχομαι]], [[πόλινδε]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]], [[επιστρέφω]] από την [[εξορία]], σε Ηρόδ., Αττ.· με Παθ. [[σημασία]], [[ὑπό]] τινος [[κατελθεῖν]], να επιστραφεί απ' αυτόν, σε Θουκ.
|lsmtext='''κατέρχομαι:''' μέλ. -[[κατελεύσομαι]] (άλλα στη [[λόγια]] Αττ. [[κάτειμι]])· αόρ. βʹ <i>κατήλῠθον</i>, [[κατῆλθον]], απαρ. [[κατελθεῖν]]· αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κατεβαίνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· [[κατεβαίνω]] στον τάφο, κ. [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], <i>Ἀϊδόσδε</i>, στο ίδ.· επίσης από το εσωτερικό προς τα παράλια, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, <i>κατερχομένης ὑπὸ πέτρης</i>, από τον κατηφορικό βράχο, στο ίδ.· λέγεται για [[ποτάμι]], κατέρχεται ὁ [[Νεῖλος]] πληθύων, κατεβαίνει πλημμυρισμένος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επιστρέφω]], [[επανέρχομαι]], [[πόλινδε]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ιδίως]], [[επιστρέφω]] από την [[εξορία]], σε Ηρόδ., Αττ.· με Παθ. [[σημασία]], [[ὑπό]] τινος [[κατελθεῖν]], να επιστραφεί απ' αυτόν, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατέρχομαι:''' <b class="num">1)</b> сходить, спускаться (Οὐλύμποιο, ἐξ οὐρανοῦ, [[πόλινδε]], ἐπὶ [[νῆα]], [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], [[Ἄϊδόσδε]] Hom.; εἰς Ἃιδου Eur.; σκότου πύλας Arph.; [[ἄνωθεν]] Arst., NT; ἀπὸ τοῦ ὄρους NT): κ. εἰς ἀγῶνα Sext. спускаться на арену, выходить на состязание; ὁ [[Νεῖλος]] κατέρχεται πληθύων Her. Нил течет к морю, становясь полноводнее;<br /><b class="num">2)</b> приходить, прибывать (εἰς Καισάρειαν NT);<br /><b class="num">3)</b> падать, рушиться: ἐκλύσθη [[θάλασσα]] κατερχομένης ὑπὸ πέτρης Hom. всколебалось море от рухнувшей скалы;<br /><b class="num">4)</b> приходить из изгнания, возвращаться (εἰς γῆν τήνδε Aesch.; εἰς πόλιν Aesch., Plut.): φυγὰς κατελθών Soph. вернувшись из изгнания; [[ὑπό]] τινος [[κατελθεῖν]] Thuc. быть возвращенным кем-л. из изгнания.
}}
}}