Anonymous

ἐπικέλομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικέλομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[ἐπικέκλετο]]· αποθ., επικαλούμαι, <i>τινα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐπικέλομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[ἐπικέκλετο]]· αποθ., επικαλούμαι, <i>τινα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικέλομαι:''' (aor. 2 ἐπεκεκλόμην) (при чем-л. или по поводу чего-л.) призывать (στυγερὰς Ἐρινῦς Hom.; [[Δῖον]] πόρτιν τιμάορα Aesch.; σωτῆρα Ζῆνα Anth.).
}}
}}