Anonymous

ἐπιδίζημαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδίζημαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ερευνώ]] [[επιπλέον]], [[προχωρώ]] [[παραπέρα]] στην [[εξερεύνηση]], σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">2.</b> [[ψάχνω]] για [[κάτι]] ή αιτούμαι [[επιπλέον]], στον ίδ.· ομοίως και, [[ἐπιδίζομαι]], σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἐπιδίζημαι:''' αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[ερευνώ]] [[επιπλέον]], [[προχωρώ]] [[παραπέρα]] στην [[εξερεύνηση]], σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">2.</b> [[ψάχνω]] για [[κάτι]] ή αιτούμαι [[επιπλέον]], στον ίδ.· ομοίως και, [[ἐπιδίζομαι]], σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδίζημαι:''' <b class="num">1)</b> рассматривать (вопрос), исследовать: ἐπιδίζηται τὸ [[ἐνθεῦτεν]] [[ἡμῖν]] ὁ [[λόγος]] τὸν Κῦρον Her. отныне речь у нас пойдет о Кире;<br /><b class="num">2)</b> требовать (еще): τί δ᾽ ἂν ἐπιδιζήμενος ποιέοιμι [[ταῦτα]]; Her. с какой целью я стал бы это делать?
}}
}}