Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναπάλλω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπάλλω:''' ποιητ. ἀμ-[[πάλλω]]· Επικ. μτχ. αορ. αʹ [[ἀμπεπαλών]]· [[πάλλω]] [[μπρος]] και [[πίσω]], ἀμπεπαλὼν [[ἔγχος]], [[αφού]] κίνησε προς τα [[μπρος]] και προς τα [[πίσω]] το [[δόρυ]], ώστε να το ρίξει με μεγαλύτερη [[δύναμη]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[θέτω]] σε [[κίνηση]], ωθώ, [[σπρώχνω]], σε Ευρ.· <i>ἀμπάλλειν τὰ κῶλα</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., ανατινάσσομαι, ὡς [[ὅτε]] ἀναπάλλεται [[ἰχθύς]], ὣς πληγεὶς [[ἀνέπαλτο]] (γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ) όπως όταν ένα ψάρι σπαρταράει, όπως σπαρταράει [[ένας]] πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀναπάλλω:''' ποιητ. ἀμ-[[πάλλω]]· Επικ. μτχ. αορ. αʹ [[ἀμπεπαλών]]· [[πάλλω]] [[μπρος]] και [[πίσω]], ἀμπεπαλὼν [[ἔγχος]], [[αφού]] κίνησε προς τα [[μπρος]] και προς τα [[πίσω]] το [[δόρυ]], ώστε να το ρίξει με μεγαλύτερη [[δύναμη]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[θέτω]] σε [[κίνηση]], ωθώ, [[σπρώχνω]], σε Ευρ.· <i>ἀμπάλλειν τὰ κῶλα</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., ανατινάσσομαι, ὡς [[ὅτε]] ἀναπάλλεται [[ἰχθύς]], ὣς πληγεὶς [[ἀνέπαλτο]] (γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ) όπως όταν ένα ψάρι σπαρταράει, όπως σπαρταράει [[ένας]] πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπάλλω:''' поэт. [[ἀμπάλλω]] (aor. [[ἀνέπηλα]])<br /><b class="num">1)</b> взмахивать, размахивать ([[ἔγχος]] Hom.): τὰ κῶλα ἀ. Arph. быстро перебирать ногами, т. е. бегать или плясать; οἱ ἀναπάλλοντες (σεισμοί) Arst. встряскообразные землетрясения;<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. подпрыгивать, подскакивать: ὡς εἶδ᾽, ὣς [[ἀνέπαλτο]] Hom. как увидел, так подскочил; τὸν αἰθέρα ἀμπάλλεσθαι Eur. порхать по воздуху; ἡ [[καρδίη]] ἀνεπάλλετο Luc. сердце затрепетало;<br /><b class="num">3)</b> возбуждать, натравливать (τινὰ ἐπί τινι Eur.).
}}
}}