Anonymous

συμμεταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμβαδίζω]] («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνώ]] («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταβαίνω]] «μετατοπίζομαι»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμβαδίζω]] («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνώ]] («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταβαίνω]] «μετατοπίζομαι»].
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταβαίνω:''' вместе переходить, одновременно распространяться (ἡ [[νόσος]] συμμεταβαίνει [[ἅμα]] τῷ δήγματι Luc.).
}}
}}