συμμεταβαίνω

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταβαίνω Medium diacritics: συμμεταβαίνω Low diacritics: συμμεταβαίνω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: symmetabaínō Transliteration B: symmetabainō Transliteration C: symmetavaino Beta Code: summetabai/nw

English (LSJ)

pass over together, J.AJ15.6.6, S.E.M.10.26, Luc. Nigr.38: c. dat., τὰ ῥήματα -βαίνει τοῖς προσώποις A.D.Synt.236.4.

German (Pape)

[Seite 981] (s. βαίνω), mit od. zugleich übergehen, τινί, Luc. Nigr. 38.

French (Bailly abrégé)

se déplacer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μεταβαίνω meekomen, met ἅμα + dat. tegelijk met iets.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταβαίνω: вместе переходить, одновременно распространяться (ἡ νόσος συμμεταβαίνει ἅμα τῷ δήγματι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταβαίνω: μεταβαίνω ὁμοῦ, Στράβ. 455, Λουκιαν. Νιγρῖν. 38.

Greek Monolingual

Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῦ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῖς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].